Tuesday, April 26, 2011

Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν


Ανηφορίζω το Λόφο των Καρυών με τις χρυσαφένιες πλαγιές των λιόδεντρων και το περίλαμπρο μοναστήρι στην κορυφή και αισθάνομαι δέος. Το δέος του Μυστηρίου, που αποκαλύφθηκε σε τούτο ακριβώς το κοσμικό σημείο. Και προσπαθώ να φαντασθώ τις νύχτες εκείνες τις ερημικές, τις νύχτες της εγκόσμιας λήθης, όταν εδώ, σε τούτον τον σημαδεμένο τόπο, τριγυρνούσε άγνωστος ακόμα ένας καλόγερος πανύψηλος μ’ ένα θυμιατό στο χέρι. Και σκέφτομαι τον ψαλμό του Δαυίδ «Κύριε, τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου;»
Σκέφτομαι ακόμα εκείνες τις νύχτες τις χειμωνιάτικες, τις κατασκότεινες, με τον άνεμο να σφυρίζει στα δέντρα και τον «Καλόγερο» να περιπλανιέται στην ερημιά, μια Ψυχή γυμνή και λάμπουσα, που κανείς ακόμα δεν ήξερε τι ζητούσε.
Κάποτε με ρώτησαν αν πιστεύω στο «θαύμα». Και η σκέψη μου πήγε εκεί. Σε εκείνες τις λαμπερές στιγμές που έζησα ανηφορίζοντας τον ταπεινό Λόφο. Αν θαύμα είναι μια σπίθα κατανόησης του Ακατανόητου. Ή μια προσωπική συμμετοχή στο υπερφυσικό. Φευγαλέα συμμετοχή, αέρινη, κι ωστόσο πιο πραγματική από όλες τις πραγματικότητες της ζωής μας.
Αν πιστεύω στο θαύμα. Και μέσα στη σκέψη μου μετέωρος ο λόγος του περιπλανόμενου αγίου: «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν…» Και έτσι τα βρήκαν.
Η περιπλάνηση του «Καλόγερου με το θυμιατό» κράτησε δεκάδες χρόνια. Σαν τύχαινε ν’ ανέβει κανείς στο Λόφο των Καρυών, έβλεπε τον Καλόγερο, πότε ντυμένο με το μαύρο ράσο του μοναχού και πότε με χρυσοκέντητα βυζαντινά άμφια, να τριγυρίζει αμίλητος, να κοιτάζει τους ανθρώπους για λίγο και να χάνεται.
Κανείς, κανείς δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η ψυχή που τριγύριζε στον ίδιο πάντα τόπο και με το ίδιο χαρακτηριστικό σημάδι της αγιότητας: το θυμιατό. Κι ωστόσο, κάθε Λαμπροτρίτη, από παλιά συνήθεια, οι άνθρωποι ανέβαιναν εκεί, στο Λόφο, και λειτουργούσαν στα ερείπια κάποιου παλιού ναού, που ήταν εκεί από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, και άκουγαν ψαλμωδίες υπερκόσμιες, έβλεπαν τον ερειπωμένο ναό να καταυγάζεται ξαφνικά από παράξενη δυνατή λάμψη, και γίνονταν μάρτυρες ανεξήγητων υπερφυσικών φαινομένων.
Όμως κανείς δεν ήξερε γιατί ανέβαιναν να λειτουργήσουν εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα. Και ούτε την ιστορία του τόπου ήξερε κανείς. Ο χρόνος είχε επικαλύψει τα γεγονότα με λήθη βαριά. Με σιωπή τάφου. Μοναδικό σημάδι ο «Καλόγερος με το θυμιατό». Το φάντασμα του άλλου κόσμου, που έβγαινε από τον τάφο του, περνούσε τα κοσμικά τείχη της σιωπής και έφερνε στους ανθρώπους ένα μήνυμα άγνωστο, τότε ακόμα, και μυστηριακό.
Ώσπου ήρθε η στιγμή της Φανέρωσης.
Κάποιοι άνθρωποι ζήτησαν άδεια να χτίσουν ένα εκκλησάκι εκεί, στο Λόφο των υπερφυσικών φαινομένων. Και η αξίνα χτύπησε σε πέτρα κάθετη και βαθιά, σε πλάκα τοποθετημένη από χέρια άγνωστα που οδηγούσε σε ένα τάφο.
Ύστερα, ήρθε και το όνειρο: «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», είπε ο ταπεινός μάρτυρας, ένας διάκονος που πεντακόσια χρόνια συμπορευόταν με τον περιπλανόμενο άγιο. Και βρήκαν τα οστά μια μέρα που έβρεχε ορμητικά – και ας ήταν Ιούνιος και τα νερά παράσερναν πέτρες και θάμνους σκάβοντας ρωγμές στο Ακατανόητο.
Τα οστά. Τα έπλυναν με κρασί, έβαλαν σε ένα σάκο και περίμεναν να μάθουν σε ποιους ανήκαν.
Όμως τρόμος τους κατέλαβε όταν είδαν ότι τα οστά ήταν ζωντανά. Βόγκοι έβγαιναν από μέσα, λάμψεις, παράξενοι κρότοι. Και οι άνθρωποι τρομοκρατήθηκαν. Το Μυστήριο τους έστελνε τα σημάδια του, όμως ακόμα δεν τους είχε αποκαλυφθεί.
Ώσπου ήρθε η ακριβής, η καθορισμένη από άγνωστες βουλές, στιγμή της Αποκάλυψης.
Οι άνθρωποι της περιοχής άρχισαν να βλέπουν ολοζώντανο μπροστά τους τον «Καλόγερο με το θυμιατό», καθώς και τον ταπεινό διάκονο, που τα οστά του βρήκαν «υπό βροχήν». Και είτε σε οπτασία είτε σε όνειρα, ο Καλόγερος τους έλεγε την ιστορία του, κομμάτια από την ιστορία του, που επαληθεύονταν από τον έναν στον άλλον. «Εγώ είμαι, τους έλεγε, ο Καλόγερος που βλέπετε τόσα χρόνια να τριγυρνά στο Λόφο των Καρυών. Ήμουν ηγούμενος στο μοναστήρι, που υπήρχε εδώ, και μαρτύρησα μαζί με άλλους μοναχούς. Μας έσφαξαν οι Τούρκοι τη νύχτα της ενάτης Απριλίου 1463, ημέρα της Διακαινησίμου. Ονομάζομαι Ραφαήλ. Και τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου».
Πεντακόσια χρόνια σιωπής.
Πεντακόσια χρόνια προετοιμασίας, ίσως, άγνωστης για την ώρα της Φανέρωσης. Για την είσοδο του θαύματος στον κόσμο της φθοράς και της αλαζονείας. Για την είσοδο μιας αχτίδας ζώντος Φωτός στις συνειδήσεις της λήθης.
Ανηφορίζω τον Λόφο των Καρυών και αισθάνομαι ελάχιστη. Ένας κόκκος ασήμαντης νόησης, που βιώνει το δράμα της υπάρξεως. Ένα δράμα που συντελείται σε πεδία άγνωστα του Πνεύματος, στη μεθορία του επέκεινα. Ελάχιστη και εφήμερη. Με μια σπίθα άφθαρτου λόγου μέσα μου που δεν ειπώθηκε ακόμα. Και που ομολογεί προς το ίδιο το Μυστήριο που εδώ, σε τούτον τον μαρτυρικό τόπο, αποκαλύφθηκε και για μένα. Για να αισθανθώ το δέος. Το κοσμικό δέος. Αυτό που οδηγεί την ψυχή στην αλήθεια της. Στην υπερβατική αναγνώρισή της.
Ο τόπος αυτός είναι αγιασμένος, είπαν, γιατί πολλές ψυχές μαρτύρησαν. Ο τόπος είναι αγιασμένος και ζωντανός. Γιατί ο μάρτυρας δεν πεθαίνει. Η ψυχή του αγρυπνά στη μοναξιά του χρόνου, ζωοποιώντας και τον τόπο που φιλοξενεί την κοσμική της ανάμνηση.
Κάποιον Οκτώβριο, ο δήμαρχος Μυτιλήνης με κάλεσε να μιλήσω για τα εβδομήντα χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ένα από τα απογεύματα που βρισκόμουν εκεί, πήρα το λεωφορείο και ανέβηκα στο Λόφο των Καρυών, ν’ ανάψω ένα κερί στο μοναστήρι του νεοφανούς Αγίου Ραφαήλ.
Το τοπίο ήταν μαγευτικό με τα χρυσαφένια λιόδεντρα και τα καταγάλανα ακρογιάλια. Από μακριά φάνηκε το μοναστήρι, στην κορυφή του Λόφου, ένας περίλαμπρος ναός με τρούλο και πλήθος ξενώνων για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν τα πουλιά. Στον αυλόγυρο του μοναστηριού υπήρχαν πελώρια πλατάνια γεμάτα πουλιά που σε ξετρέλαιναν με το κελάηδισμά τους. Αλλά και ψηλά στα παράθυρα του ναού και στις κάθε είδους εσοχές του μοναστηριού έφτιαχναν φωλιές και τιτίβιζαν ξετρελαμένα κι αυτά, λες και κυριαρχούσαν στο χώρο, ανενόχλητα από τα πλήθη των προσκυνητών.
Άναψα το κεράκι μου, προσκύνησα την πανέμορφη εικόνα, αγιογραφημένη διά χειρός του μεγάλου Φώτη Κόντογλου, μου χάρισαν και ένα βιβλίο της ηγουμένης με το ιστορικό του μοναστηριού και έφυγα, περισσότερο γεμάτη από την ομορφιά του τοπίου και τα κελαηδίσματα, παρά από θρησκευτικό συναίσθημα.
Ύστερα διάβασα το ιστορικό της Μονής. Και συγκλονίστηκα.
Διάβασα καθετί που υπήρχε σχετικό με τη Φανέρωση των Αγίων. Το βιβλίο του Κόντογλου, τα βιβλία της ηγουμένης. Ήθελα να μάθω όλες τις λεπτομέρειες. Όλα τα σημεία. Ήταν ο «Τύπος των ήλων» αυτός. Ήταν ο λόγος της Γένεσης «Ως φοβερός ο τόπος ούτος».
Και ξεκίνησα να πάω ξανά.
Είχα ανάγκη να τον δω με τα μέσα μάτια. Με την άλλη εκείνη όραση, που απομαγνητίζει τη σιωπή και αναιρεί τη λήθη.
Το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα ήταν πως, οι άνθρωποι που επικοινωνούσαν μαζί του είτε με τα όνειρα είτε με οράματα, έβλεπαν ακόμα και ατόφιες σκηνές από τα γεγονότα εκείνα, σαν να εισέβαλε ξαφνικά ο χρόνος, ο πριν πεντακόσια χρόνια, στον δικό μας καιρό και έφερνε φέτες ατόφιες από τη ζωή, εικόνες από τα ιστορημένα γεγονότα.
Πολλά άτομα είδαν τις ίδιες εικόνες, όπως για παράδειγμα, όταν το πλοιάριο έφερνε τους αγίους, τότε ακόμα μοναχούς, στη Λέσβο, μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και υπό καταρρακτώδη βροχή. Ή τις σκηνές του ίδιου του μαρτυρίου. Οι Τούρκοι αγριεμένοι να τους σφαγιάζουν και να ακούγονται οι οιμωγές σαν να γίνονταν τα συμβάντα εδώ, σε τούτον τον δικό μας καιρό. Ενώ οι κραυγές και ο θρήνος ερχόταν από τα βάθη των πεντακοσίων χρόνων.
Πόσο δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως σήμερα, εποχή της άγριας υλικής ορμής και της βίαιης άρνησης, εκεί, σε εκείνο τον ήρεμο, απέριττο λόφο συνεχίζεται σιωπηλά και αθόρυβα το θαύμα της Φανέρωσης. Τόσο άξια είναι η ηγουμένη που μετέβαλε τον ερημικό Λόφο σε τόπο προσκυνήματος και πίστης ζωντανής. Τα βιβλία της πουλιούνται σε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Και με τα τεράστια χρηματικά ποσά βοηθά όλους τους προστρέχοντας.
Πλήθη προσκυνητών έρχονται από όλες τις άκρες του κόσμου, να ζητήσουν τη βοήθεια του Αγίου, που η παρουσία του είναι έντονη και τα θαύματά του αδιαμφισβήτητα.
Τη μία ημέρα που έμεινα εκεί, έζησα εμπειρίες συγκλονιστικές και αλησμόνητες.
Ο τάφος του Αγίου Ραφαήλ, που είναι έργο θαυμάσιας τέχνης, ένας μαρμάρινος επιτάφιος, στολισμένος πάντα με λουλούδια, κυριαρχεί δεξιά του ναού. Στο κάτω μέρος είναι τα οστά και στο μέσον ένα χρυσόδετο ψηφιδωτό που παριστάνει το σώμα του Αγίου με το κεφάλι γερτό. Και από το ξημέρωμα ως το βράδυ, προσκυνητές γονατισμένοι γύρω από τον επιτάφιο. Μια Μεγάλη Παρασκευή η κάθε μια μέρα στο μοναστήρι του Λόφου. Μια Μεγάλη Παρασκευή έχουν ίσως ανάγκη οι ταραγμένοι καιροί μας, για να εγερθεί η ψυχή, να βιώσει το θαύμα της υπάρξεώς της, να βιώσει την α-λήθεια, τον αποσυμβολισμό του Μυστηρίου της ζωής. Να βιώσει τη Θέωση και το Μαρτύριο, που συνιστούν τον άφθιτο ιστό της τραγικότητάς μας.
Σε ένα από τα βιβλία της η ηγουμένη ονομάζει τον Λόφο «Άλλο Θαβώρ». Και έτσι είναι. Η Φανέρωση του Μυστηρίου δεν είναι ουτοπία, αλλά μια άλλη, ασύλληπτη από το μυαλό, πραγματικότητα, που μας κάνει μικρούς και ασήμαντους μέσα στην άγνοιά μας. Και μας αφήνει έντρομους να αναλογιστούμε την μεγάλη, την απαρασάλευτη Αλήθεια.
Το χάραμα με βρίσκει με τα μάτια κολλημένα στο τζάμι να κοιτάζω το χώρο.
Το δέος είναι η ρωγμή της ψυχής. Από εκεί δραπετεύει, προσπαθώντας να οραματιστεί το Ασύλληπτο.
Ζητώ ένα σημάδι προσωπικό. Ένα σημάδι δικό μου.
Και το έχω.
Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου [Έθνος της Κυριακής, 29.12.2003]


Saturday, April 23, 2011

Αθανάσιος Διάκος

Θεόφιλος - Ο ήρως Αθανάσιος Διάκος

Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.
Φώτης Κόντογλου [Στολή αφθαρσίας, 1953]

Πατρίς, ... να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα ... 
Γιάννης Μακρυγιάννης [Απομνημονεύματα]

Απρίλιος 1821: Η Στερεά και η Πελοπόννησος βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό. Ο Χουρσίτ, Πασάς της Πελοποννήσου, βρίσκεται στην Ήπειρο επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που δείχνει τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διατάσσει τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Στις 17 Απριλίου οι δύο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Οι οπλαρχηγοί της περιοχής συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν να υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά. Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται.
Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 10 άνδρες (κατ' άλλους 18) μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατά το πιστόλι. Οι Τούρκοι ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης γράφεται την επόμενη ημέρα. Στις 24 Απριλίου, ο Αθανάσιος Διάκος, με ανοιχτές και αιμάσουσες τις πληγές του, μεταφέρεται στη Λαμία. Οι Οθωμανοί του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Διάκος υπερήφανα αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ' να πεθάνω» φέρεται να τους απάντησε. Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του. Επέμενε, όμως, ο Χαλήλμπεης, σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Ομέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε (σουβλίστηκε) την ίδια μέρα.

Η μάχη της Αλαμάνας διασώθηκε στη λαϊκή παράδοση:
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα
τονα τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
ουτ΄ ο Καλύβας έρχεται ουτ΄ο Λεβεντογιάννης
Ομερ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες"

Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
"Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια".

Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,
"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε".

Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,
χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
"Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;"
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
"Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας".
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης αφρίζει και φωνάζει:
-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
"Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι."

Friday, April 22, 2011

Σε τον αναβαλλόμενον το φως

Jacky Chevaux, 1986

Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον,
καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω,
και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον,
ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών,
οδυρόμενος έλεγεν˙ οίμοι, γλυκύτατε Ιησού˙
ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ
κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετω,
και η γη τω φόβω εκυμαίνετω, και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα˙
αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε, δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον˙
πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω;
ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα;
ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον;

Αποκαθήλωση του Θεοφάνη στη Μονή Σταυρονικήτα, 1545

Thursday, April 21, 2011

ο εν ύδασι την γην κρεμάσας

Χριστός Ελκόμενος, Θεοφάνους Κρητός, 1545
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας ... Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.

Monday, April 18, 2011

Στη μνήμη του Νίκου Παπάζογλου

Έφυγε κι ο Νίκος. Ένα μήνα μετα τον Μανώλη Ρασούλη. 

Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις.
Νίκος Παπάζογλου [Αύγουστος, από το Χαράτσι, 1984]

Το τραγούδι είναι λυπητερό σήμερα.


Sunday, April 17, 2011

Έξοδος του Μεσολογγίου

Eugene Delacroix, Greece on the Ruins of Missolonghi (1826)

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Διονύσιος Σολωμός (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, 1826-1844)


Κυριακή των Βαΐων, 1826
Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Οι δύο στρατοί (του Κιουταχή και του Ιμπραήμ) κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, ιδιαίτερα μάλιστα μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες. Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους, καθώς και τα γυναικόπαιδα, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ενώ η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι.
Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης. Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.
Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας.




Saturday, April 16, 2011

Σάββατο του Λαζάρου


Ήτο ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν’ αναπλέψ’ η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων. Αφού έμεινεν επ’ ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν’ αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κ’ έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ’ αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ’ εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Η φόνισσα, 1903]

Thursday, April 14, 2011

δάκρυα

Rainy morning, Holland
Με πόση θλίψη ακούω
την καταιγίδα το χάραμα
πρέπει να είναι
τα δάκρυά μου.

Ιζούμι Σικίμπου (Γιαπωνέζα ποιήτρια του 11ου αιώνα)

Tuesday, April 12, 2011

Gagarin Гага́рин: first human in space

On April 12, 1961, Soviet cosmonaut Yuri Alekseyevich Gagarin (Ю́рий Алексе́евич Гага́рин) became the first human in space.
Gagarin was born in the village of Klushino near Gzhatsk (now in Smolensk Oblast, Russia), on 9 March 1934. The adjacent town of Gzhatsk was renamed Gagarin in 1968 in his honour. His parents, Alexey Ivanovich Gagarin and Anna Timofeyevna Gagarina, worked on a collective farm. While manual labourers are described in official reports as "peasants", his mother was reportedly a voracious reader, and his father a skilled carpenter. Yuri was the third of four children, and his elder sister helped raise him while his parents worked. Like millions of people in the Soviet Union, the Gagarin family suffered during Nazi occupation in World War II. After a German officer took over their house, the family constructed a small mud hut where they spent a year and nine months until the end of the occupation. His two older siblings were deported to Nazi Germany for slave labour in 1943, and did not return until after the war.

Gagarin monument in Moscow


Monday, April 11, 2011

Volcano eruption in Indonesia caused famine in Europe

1816 summer temperature anomaly with respect to 1971-2000 climatology

The April 1815 eruption of Mount Tambora was the most powerful volcano eruption in recorded history. Mount Tambora is situated on the island of Sumbawa in Indonesia. At least 6 months and probably about 3 years of increased steaming and small phreatic eruptions preceded the 1815 eruption. A moderately large explosive eruption occurred on 5 April 1815, from which ash fell in east Java and thunderlike sounds were heard up to 1,400 kilometers away. A still larger eruption occurred on 10-11 April 1815, beginning as "three columns of fire rising to a great height" and ultimately ejecting about 50 cubic kilometers of magma. The eruption had a Volcanic Explosivity Index ranking of 7, a super-colossal event that ejected immense amounts of volcanic dust into the upper atmosphere. It was the world's largest eruption since the Hatepe eruption over 1,630 years earlier in AD 180.
The Tambora eruption column lowered global temperatures, and some experts believe this led to global cooling and worldwide harvest failures, sometimes known as the Year Without a Summer.
The Year Without a Summer (also known as the Poverty Year, Year There Was No Summer and Eighteen Hundred and Froze to Death) was 1816, in which severe summer climate abnormalities caused average global temperatures to decrease by about 0.4–0.7 °C, resulting in major food shortages across the Northern Hemisphere and leading to the worst famine of the 19th century.

Sunday, April 10, 2011

John's Grill, San Francisco

John's Grill, August 2009 / © I.A. Daglis

He [Sam Spade] went to John's Grill, asked the waiter to hurry his order of chops, baked potato, sliced tomatoes and was smoking a cigarette with his coffee when a thickset youngish man with a plaid cap set askew above pale eyes and a tough cheery face came into the Grill and to his table.

Samuel Dashiell Hammett [The Maltese Falcon, 1930]

Friday, April 8, 2011

Superconductivity centennial

A magnet levitating above a high-temperature superconductor, cooled with liquid nitrogen / LANL
On April 8, 1911, Heike Kamerlingh Onnes found that at 4.2 kelvin the resistance in a solid mercury wire immersed in liquid helium suddenly vanished. He immediately realized the significance of the discovery. He reported that "Mercury has passed into a new state, which on account of its extraordinary electrical properties may be called the superconductive state". He published more articles about the phenomenon, initially referring to it as "supraconductivity" and, only later adopting the term "superconductivity".
Kamerlingh Onnes received widespread recognition for his work, including the 1913 Nobel Prize in Physics for (in the words of the committee) "his investigations on the properties of matter at low temperatures which led, inter alia, to the production of liquid helium".

Heike Kamerlingh Onnes in his lab

Wednesday, April 6, 2011

Germany invades Greece, April 1941

Southernmost part of Rhodope Mountains in East Macedonia (Greece)

70 years from Operation Marita ("Unternehmen Marita"), which began on 6 April 1941, with German troops invading Greece through Bulgaria. The combined Greek and British Commonwealth forces fought back with great tenacity, but were vastly outnumbered and out-gunned, and finally collapsed....


German artillery firing during the advance through Greece