Saturday, July 31, 2010
Monday, July 26, 2010
σε νεοκλασικό σπίτι
Δύο αρχιτεκτονικά μνημεία στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι υποψήφια για κατεδάφιση, ώστε να εξασφαλιστεί η οπτική επαφή του νέου Μουσείου της Ακρόπολης (ή μάλλον του εστιατορίου του) με τον Παρθενώνα. Και στις 30 Αυγούστου, όταν στη μισή Ελλάδα μαίνονταν οι πυρκαγιές, ο υπουργός Πολιτισμού υπέγραψε την άρση της «προστασίας» για το ένα από αυτά.
Δεν γεννήθηκα, δεν μεγάλωσα σε νεοκλασικό σπίτι. Το αιώνιο μυστήριο του ουρανού με τα σύννεφά του αποκαλυπτόταν στα παιδικά μου μάτια πίσω από το σχοινί της μπουγάδας και τα ντεπόζιτα του νερού στις γειτονικές ταράτσες. Πλυσταριό και όχι θριγκός. Γλάροι και λαϊκά τραγούδια. Τα ωραία νεοκλασικά σπίτια ήταν πάντα τα σπίτια των άλλων, σπίτια παράξενα και ξένα. Ωστόσο, έμαθα να τα αντικρίζω χωρίς φθόνο, να αναγνωρίζω στις συμμετρικές προσόψεις τους την τέχνη και τη μαστοριά εκείνων που τα σχεδίασαν και τα έχτισαν, να διακρίνω το αποτύπωμα του ανώνυμου τεχνίτη και όχι του μεγαλοεργολάβου.
«Όταν αργότερα άρχισαν να τα γκρεμίζουν ένα ένα, τότε αισθάνθηκα ότι ξηλώνουν τη ζωή μου», συνεχίζει ο ζωγράφος. «Ήταν κάτι παραπάνω από αισθητική διαμαρτυρία αυτό που αισθανόμουν. Ήταν ξαφνικοί θάνατοι στενών φίλων». Το μεγάλο ξήλωμα έχει ήδη συντελεστεί, στην Αθήνα και παντού, ενώ τα λίγα χειροποίητα κτίσματα που έχουν απομείνει μοιάζουν σαν τα ξεραμένα φύλλα ή λουλούδια που μπορεί να ανακαλύψουμε πατικωμένα στις σελίδες ενός παλιού βιβλίου. Όχι όμως τα δύο υπό κατεδάφιση κτίρια. Αυτά κάπου ανήκουν, ανήκουν στο δρόμο τους, ανήκουν σε εκείνους που ήρθαν από μακριά για να δουν την Ακρόπολη, ανήκουν στον κυριακάτικο, δίχως διόδια περίπατο δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων, αλλά και οικονομικών μεταναστών. Ανήκουν στο βλέμμα και τη μνήμη μας – και η αρχιτεκτονική μνήμη είναι η μνήμη της πόλης. Δεν είναι μόνον τα λαμπρά οικοδομήματα που συγκροτούν αυτή τη μνήμη. Είναι και τα ξύλινα κίτρινα περίπτερα, οι θερινοί κινηματογράφοι, τα παλιά καφενεία, τα παλιά κουρεία, τα γερασμένα από εκατομμύρια βήματα πλακόστρωτα, οι δαντελένιες σιδηροκατασκευές. Κανιβαλικές διαθέσεις φαίνεται ότι έχει το νέο μουσείο αφού απαιτεί ένα γειτονικό ground zero για να ανασάνει.
Σύντομη, ασθματική, σημαδεμένη από την τραγωδία των πυρκαγιών ήταν αυτή η προεκλογική περίοδος. Εκλογές του «υπολοίπου διακοπών», της σαγιονάρας, της βερμούδας, της στάχτης και των γυάλινων τηλεοπτικών αναμετρήσεων. Με τον πολιτισμό απόντα από τα προεκλογικά προγράμματα και φυλλάδια, τις τηλεοπτικές συζητήσεις και τα πακέτα των παροχών. Με τον περιβόητο «πολιτικό πολιτισμό» να εξαντλείται είτε στην «κουλτούρα των συνεργασιών» είτε στην καλή συμπεριφορά των πολιτικών στον δημόσιο χώρο.
Η λεηλασία της αρχιτεκτονικής μνήμης συμβαδίζει με τη λεηλασία της ιστορικής μνήμης, με τη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος, αφού σε λίγα χρόνια οι ελιές ίσως να θεωρούνται καλλωπιστικά φυτά. Μνήμη, πολιτισμός και εκλογές φαστ φουντ.
Mαριάννα Tζιαντζή [Ground zero πολιτισμός, Καθημερινή, 16 Σεπτεμβρίου 2007]
Friday, July 23, 2010
wind and sea and sand
I was only twelve. But I know how much I loved her. It was that love that comes before all significance of body and morals. It was that love that is no more bad than wind and sea and sand lying side by side forever.
The Lake (in Dark Carnival, 1947, by Raymond Douglas "Ray" Bradbury, b. 1920, American fantasy, horror, science fiction, and mystery writer)
Friday, July 16, 2010
Το ανθρωπόφωνο
Αλεσσάντρο Μπαρίκκο [Όνειρα από γυαλί, 1991]
Για την Ελένη με ευχές γενέθλιες
Thursday, July 15, 2010
Hope in the stars
Vincent Van Gogh, in a letter to his brother Theo of July 15, 1888, written in Arles.
Wednesday, July 14, 2010
Liberté, Egalité, Fraternité - and their sister Guillotine
Monday, July 12, 2010
Remembering that I’ll be dead soon
Remembering that I’ll be dead soon is the most important tool I’ve ever encountered to help me make the big choices in life. Because almost everything, all external expectations, all pride, all fear of embarrassment or failure, these things just fall away in the face of death, leaving only what is truly important… Your time is limited, so don't waste it living someone else's life. Don't be trapped by dogma — which is living with the results of other people's thinking…
Stanford University commencement address by Steve Jobs, CEO of Apple Computer and of Pixar Animation Studios, delivered on June 12, 2005
Sunday, July 11, 2010
Saturday, July 10, 2010
Rosetta in Paris
Rosetta will, at last, visit Paris ...
European Space Agency spacecraft Rosetta will encounter asteroid Lutetia today, 10 July, 18:00–23:00 Central European Summer Time (webcast at http://www.esa.int/export/SPECIALS/Rosetta/index.html).The space visit to Lutetia comes as a "symbolic" remedy of a missed rendezvous back two centuries ago, when the Rosetta stele (stone), found by Napoleon's troops in Rashid (Rosetta), Egypt, never made its way to Paris, because the victorious British troops brought it to London instead. The Rosetta stone was the key to deciphering Egyptian hieroglyphics by the French scholar Jean-François Champollion, with the help of the Greek text of the stele. The Rosetta stele was erected immediately after the coronation of the Greek king of Egypt Ptolemy V Epiphanes and was inscribed with a decree establishing the worship of the new ruler as god.
Ah, yes, this encounter is an interesting and somewhat ironic remedy of the historic fate of the Rosetta stone simply because Lutetia Parisiorum was the Latin name of Paris ... for Greek readers, a relevant article was published last Sunday in Kathimerini.
Friday, July 9, 2010
Ο κηπουρός Μιχαήλ Μπακνανάς
Thursday, July 8, 2010
Γεροντική εργασία
Tης Mαριάννας Tζιαντζή
Η δεκατετράχρονη Αμαλία πήρε τη ρόκα της για να κάμει το δρόμο γνέθοντας, έβαλε στο κεφάλι της το καλάθι με τα ραφτικά της και βγήκε από το σπίτι για να πάει τα πρόβατα να βοσκήσουν. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης («Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα») περιγράφει μια συνηθισμένη σκηνή της αγροτικής ζωής στην Ελλάδα, την εποχή που τα πιο πολλά κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο και η παιδική ηλικία τελείωνε νωρίς, πολύ νωρίς. Άλλα κορίτσια στο χωράφι, άλλα στο εργοστάσιο, άλλα υπηρετριούλες στην πόλη.
Γύρω στα 1920, η δεκαεξάχρονη Γιούλα γίνεται «εργάτισσα» σε υφαντουργείο (Εμμανουήλ Λυκούδης, «Το σπητάκι του γιαλού») και μέσα σε δύο χρόνια η αγγελική ομορφιά της μαραίνεται: «Μινάρει πολύ τη μορφή η δυστυχία, η εργασία η ολήμερη, η σκληρή, η διαβρωτική... νομίζει κανείς πως δεν βλέπει εμπρός του πλεια κορίτσια, αλλά κάτι ξεραμένα πριν ανθίσουν μπουμπούκια της ζωής, κάτι υπάρξεις με απροσδιόριστη ηλικία...». Σήμερα η δισέγγονη της Γιούλας μαθαίνει ότι θα πάρει σύνταξη στα 65, ενώ αν η παλιά Γιούλα δεν γινόταν εργάτρια, αλλά κυρά και αρχόντισσα, ίσως να ανακάλυπτε, εκεί γύρω στα 40 της, ότι «ευκολώτερον δύναται να αποκτήση πτέρυγας» παρά «παράφορον εραστήν», αφού είναι πια μια «μεσήλιξ», όπως η κυρία Ελαφοκεφάλου στην «κοινωνική μελέτη» του Εμμ. Ροΐδη «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος».
Η παιδική εργασία επισήμως έχει καταργηθεί, όμως τώρα αναδύεται η γεροντική. Στην εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, πολλές γυναίκες διαπιστώνουν ότι πρέπει να εργαστούν ακόμα και δέκα χρόνια επιπλέον για να λάβουν μια σύνταξη πολύ μικρότερη από ό, τι υπολόγιζαν. Επομένως, πολύ πιο εύκολο είναι να αναζητήσουν τον παράφορο εραστή, παρά να αφοσιωθούν, εκεί γύρω στα 50, στην ανατροφή των ανήλικων παιδιών τους. Σήμερα το «βγαίνω στη σύνταξη» δεν σημαίνει ότι θα «κααάθομαι», αλλά ότι μπαίνω σε ένα νέο (και στερνό) στάδιο αβεβαιότητας και εξαθλίωσης.
Γυναίκες και άνδρες θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται όσο αντέχουν και όσο προσφέρουν, όμως το να αποσύρεται κανείς από πανικό, από τρόμο για τα χειρότερα που έρχονται απαξιώνει και τον εργάσιμο και τον μη εργάσιμο βίο. Οι μητέρες θα μπορούσαν να παραμείνουν επαγγελματικά ενεργές εφόσον η παράταση του χρόνου εργασίας θα συνοδευόταν από μέτρα κοινωνικής προστασίας (παιδικοί σταθμοί, κατασκηνώσεις, επαρκής δημόσια υγεία και παιδεία). Σήμερα, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, η εγκυμοσύνη καθιστά μια εργαζόμενη ανεπιθύμητη, ενώ οι εργαζόμενοι γονείς αναγκάζονται να συντηρούν ή να βοηθούν οικονομικά τα παιδιά τους για πολλά χρόνια μετά την ενηλικίωσή τους.
Η εφηβική ηλικία παρατείνεται, όχι βιολογικά, αλλά με την έννοια της οικονομικής (και όχι μόνο) εξάρτησης. Στη γενιά των 500 ευρώ δεν ανήκουν μόνο οι ηλικίες 20 - 25, αλλά και 30 και 35 χρόνων, με αποτέλεσμα συχνά οι παππούδες να συνεισφέρουν για να επιβιώσει η σχεδόν μεσόκοπη εγγονή!
Η υπογεννητικότητα, αλλά και η μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης θα είναι οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες των νέων μέτρων. Ο ψυχολογικός μαρασμός, οι ενδοοικογενειακές τριβές, η απαισιοδοξία και η κατάθλιψη δεν διαβρώνουν απλώς την «αγγελική ομορφιά» της νεότητας, αλλά την ελπίδα για μια ελεύθερη και δημιουργική ζωή. Η Αμαλία δεν βόσκει τα αρνιά, δεν κουβαλάει τη ρόκα: έχει πατήσει τα 30 και σαπίζει στο σπίτι, ενώ η Γιούλα δεν σιγοσβήνει στο εργοστάσιο. Τα νιάτα τους δεν λιώνουν στη βιοπάλη, αλλά στα interviews, την αποστολή βιογραφικών, την εσωτερική παραίτηση, την αυτοεγκατάλειψη.
Αχ, βρε Μάικλ Τζάκσον, έφυγες πέρυσι «μεσήλιξ» στα 50 σου, προτού προλάβεις να δεις σύνταξη!
Μαριάννα Τζιαντζή [Συντάξιμα χρόνια, ασύντακτα όνειρα, Καθημερινή, 4 Ιουλίου 2010]
Wednesday, July 7, 2010
Sterne und Goethe
Die Sterne, die begehrt man nicht,
Man freut sich ihrer Pracht,
Und mit Entzücken blickt man auf
In jeder heitern Nacht.
Johann Wolfgang von Goethe [1749-1832, German writer and polymath, considered by many to be the most important writer in the German language and one of the most important thinkers in Western culture]
Gewidmet meinen Freunden Paul und Wolf
Tuesday, July 6, 2010
Ο Δερβίσης πίνει πλάι μας μαστίχα
«Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί».
Με ήχους, ρυθμό και υγρασία, ξεκινά ο Ξεπεσμένος Δερβίσης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μοναδικό κείμενο στη νεοελληνική γραμματεία – και στη διεθνή. Δεν είναι διήγημα τυπικό, δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι ποίημα. Είναι ένα φιλμ με λέξεις και ήχους και αισθήσεις, λυρικό μοντάζ αποσπασμάτων μουσικά αρμοσμένων, με ποιητικό ειρμό. Κι είναι μια ελεγεία για τον αθηναϊκό βίο, τόσο ταιριαστή στα σημερινά μας.
Εξι σελίδες βιβλίου. Το διαβάζω κάθε τόσο, φωναχτά, ψιθυριστά, σιωπηλά, και στη μαγική Αθήνα του 1896 αφουγκράζομαι την πόλη του 21ου αιώνα: τα ράδια και τους στεναγμούς των ακάλυπτων, τις μουσικές από παράθυρα αυτοκινήτων, τον αντίλαλο από συναυλίες σε λόφους και άλση, τα ελαφροπατήματα των νυν άστεγων, ανέστιων, φερέοικων, τα τιτιβίσματα λυγερών νέων με μούσια και κιθάρες, τη μελωδική ντοπιολαλιά γέροντος κοτσονάτου, την πολύγλωσση βουή της Λαϊκής. Σ’ όλα τα σημερινά μπορείς να ακούσεις τον υπερμοντέρνο Παπαδιαμάντη, τον ψάλτη που εκουρδίζετο στο στασίδι του σαν τραγουδούσε τα βασανάκια των ανθρώπων και τους αχούς της ανατολικής του πόλεως. Γιατί, σαν το σκέφτομαι, αυτός, και μερικοί άλλοι Νεοέλληνες, σαν τον Σολωμό, τον Εγγονόπουλο, τον Πικιώνη, μάς έμαθαν να βλέπουμε τον τόπο όπου ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, να βλέπουμε βαθιά, πραγματικά, ιστορικά, και ταυτοχρόνως να τα φανταζόμαστε υπέρτερα.
Να, κάπως έτσι ο υλικός βίος, ο αισθαντικός: «Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. [...] Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης). Κι έτσι ο βίος της φαντασίας: «– Πού, σ’ αυτόν τον κόσμο; – Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. – Ασκ ολσούν... υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής. Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανε ως φάντασμα. Αλλ’ αυτός δεν επτοήθη. Ητο απ’ εκείνα τα χώματα.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης) Και: «Είπα: “Ιδού βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!” και ησθάνθην κρυφήν χαράν.» (Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις)
Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη στον Δερβίση, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Είπαμε, λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά ως εκ της παραθέσεως, από το ένα χάραμα στο άλλο, από το πρώτο σαλέπι ώς το τελευταίο, και, κυρίως, ως εκ της μουσικής που διατρέχει και διαποτίζει όλην την αφήγηση, το τραγούδισμα γι’ αυτόν τον φερέοικο: «Νάι, νάι, γλυκύ. Νάζι – κατά έν ζήτα ελαττούται. Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον».
Ο κόσμος του Θησείου, του καφενείου, του σαλεπιτζή μες στο χάραμα είναι κόσμος ανοιχτός· κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε ο δερβίσης, ποιος είναι, πού κατέληξε· όλοι αναρωτιούνται, όπως ο αφηγητής, μα κανείς δεν πιέζει για μια αληθοφανή απάντηση· προτιμούν να φαντάζονται, αφήνουν μετέωρα τα ερωτήματα. Είναι ο ανοιχτός κόσμος της ανατολικής μητροπόλεως, της ανατέλλουσας φαντασμαγορίας: «Είχεν αναφανεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν; Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; Ητον Δερβίσης; Ητον βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ητον ουλεμάς, διαβασμένος; Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος. Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του. Ητο εις εύνοιαν, εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί; Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.[...] Ζει, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του; Κανείς δεν ηξεύρει. Ισως την ώραν ταύτην ν’ ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ισως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ».
Καθόμαστε στο μικρό καφενείο του κόσμου, ίδιο απ’ το 1896 στο 2010. Ο Δερβίσης πίνει πλάι μας μαστίχα κερασμένη, «άστεγος, ανέστιος, φερέοικος». All night long. Στο παρόν και στο μέλλον.
Nίκος Γ. Ξυδάκης [Καθημερινή, 4 Ιουλίου 2010]
Sunday, July 4, 2010
The Baltic Holocaust
At noon on 4 July 1941, dozens of Jewish families were driven into the Greise Hor School, Riga’s biggest synagogue. Approximately 300 Lithuanian-Jewish refugees had also taken refuge in the cellars of the synagogue. Latvian Nazis locked the doors and set the building on fire. Hundreds of Jews were burned alive. A similar atrocity took place at Riga’s Old Jewish Cemetery… The percentage of Latvian Jews who survived the Holocaust is lower than anywhere else in Europe: 1.9 per cent. … German official reports characterized the Latvian farmers’ hatred of the Jews as ‘monstrous’. They had ‘already done a great deal of the dirty work’ before the Germans could intervene … Thank God Riga’s memory is short, for otherwise it would be unbearable … The catalogue from the Museum of Occupation correctly mentions the flowers with which the German ‘liberators’ were welcomed by the Latvians in 1941 … There is one issue, though, that the catalogue barely touches on: the zealous support the Germans received in Latvia and Lithuania for their persecution of the Jews... During the Second World War 70,000 Jews were murdered in Latvia, 30,000 of them by summer 1941. In Lithuania, almost all of the country’s 200,000 Jews were killed.
Geert Mak [In Europe, 2004]
Also see: http://en.wikipedia.org/wiki/The_Holocaust_in_Lithuania
Saturday, July 3, 2010
Friday, July 2, 2010
Humans on Mars
I think humans will reach Mars, and I would like to see it happen in my lifetime.
Buzz Aldrin (b. 1930, American mechanical engineer, retired United States Air Force pilot and astronaut)
For Athena