Ανηφορίζω το Λόφο των Καρυών με τις χρυσαφένιες πλαγιές των λιόδεντρων και το περίλαμπρο μοναστήρι στην κορυφή και αισθάνομαι δέος. Το δέος του Μυστηρίου, που αποκαλύφθηκε σε τούτο ακριβώς το κοσμικό σημείο. Και προσπαθώ να φαντασθώ τις νύχτες εκείνες τις ερημικές, τις νύχτες της εγκόσμιας λήθης, όταν εδώ, σε τούτον τον σημαδεμένο τόπο, τριγυρνούσε άγνωστος ακόμα ένας καλόγερος πανύψηλος μ’ ένα θυμιατό στο χέρι. Και σκέφτομαι τον ψαλμό του Δαυίδ «Κύριε, τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου;»
Σκέφτομαι ακόμα εκείνες τις νύχτες τις χειμωνιάτικες, τις κατασκότεινες, με τον άνεμο να σφυρίζει στα δέντρα και τον «Καλόγερο» να περιπλανιέται στην ερημιά, μια Ψυχή γυμνή και λάμπουσα, που κανείς ακόμα δεν ήξερε τι ζητούσε.
Κάποτε με ρώτησαν αν πιστεύω στο «θαύμα». Και η σκέψη μου πήγε εκεί. Σε εκείνες τις λαμπερές στιγμές που έζησα ανηφορίζοντας τον ταπεινό Λόφο. Αν θαύμα είναι μια σπίθα κατανόησης του Ακατανόητου. Ή μια προσωπική συμμετοχή στο υπερφυσικό. Φευγαλέα συμμετοχή, αέρινη, κι ωστόσο πιο πραγματική από όλες τις πραγματικότητες της ζωής μας.
Αν πιστεύω στο θαύμα. Και μέσα στη σκέψη μου μετέωρος ο λόγος του περιπλανόμενου αγίου: «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν…» Και έτσι τα βρήκαν.
Η περιπλάνηση του «Καλόγερου με το θυμιατό» κράτησε δεκάδες χρόνια. Σαν τύχαινε ν’ ανέβει κανείς στο Λόφο των Καρυών, έβλεπε τον Καλόγερο, πότε ντυμένο με το μαύρο ράσο του μοναχού και πότε με χρυσοκέντητα βυζαντινά άμφια, να τριγυρίζει αμίλητος, να κοιτάζει τους ανθρώπους για λίγο και να χάνεται.
Κανείς, κανείς δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η ψυχή που τριγύριζε στον ίδιο πάντα τόπο και με το ίδιο χαρακτηριστικό σημάδι της αγιότητας: το θυμιατό. Κι ωστόσο, κάθε Λαμπροτρίτη, από παλιά συνήθεια, οι άνθρωποι ανέβαιναν εκεί, στο Λόφο, και λειτουργούσαν στα ερείπια κάποιου παλιού ναού, που ήταν εκεί από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, και άκουγαν ψαλμωδίες υπερκόσμιες, έβλεπαν τον ερειπωμένο ναό να καταυγάζεται ξαφνικά από παράξενη δυνατή λάμψη, και γίνονταν μάρτυρες ανεξήγητων υπερφυσικών φαινομένων.
Όμως κανείς δεν ήξερε γιατί ανέβαιναν να λειτουργήσουν εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα. Και ούτε την ιστορία του τόπου ήξερε κανείς. Ο χρόνος είχε επικαλύψει τα γεγονότα με λήθη βαριά. Με σιωπή τάφου. Μοναδικό σημάδι ο «Καλόγερος με το θυμιατό». Το φάντασμα του άλλου κόσμου, που έβγαινε από τον τάφο του, περνούσε τα κοσμικά τείχη της σιωπής και έφερνε στους ανθρώπους ένα μήνυμα άγνωστο, τότε ακόμα, και μυστηριακό.
Ώσπου ήρθε η στιγμή της Φανέρωσης.
Κάποιοι άνθρωποι ζήτησαν άδεια να χτίσουν ένα εκκλησάκι εκεί, στο Λόφο των υπερφυσικών φαινομένων. Και η αξίνα χτύπησε σε πέτρα κάθετη και βαθιά, σε πλάκα τοποθετημένη από χέρια άγνωστα που οδηγούσε σε ένα τάφο.
Ύστερα, ήρθε και το όνειρο: «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», είπε ο ταπεινός μάρτυρας, ένας διάκονος που πεντακόσια χρόνια συμπορευόταν με τον περιπλανόμενο άγιο. Και βρήκαν τα οστά μια μέρα που έβρεχε ορμητικά – και ας ήταν Ιούνιος – και τα νερά παράσερναν πέτρες και θάμνους σκάβοντας ρωγμές στο Ακατανόητο.
Τα οστά. Τα έπλυναν με κρασί, έβαλαν σε ένα σάκο και περίμεναν να μάθουν σε ποιους ανήκαν.
Όμως τρόμος τους κατέλαβε όταν είδαν ότι τα οστά ήταν ζωντανά. Βόγκοι έβγαιναν από μέσα, λάμψεις, παράξενοι κρότοι. Και οι άνθρωποι τρομοκρατήθηκαν. Το Μυστήριο τους έστελνε τα σημάδια του, όμως ακόμα δεν τους είχε αποκαλυφθεί.
Ώσπου ήρθε η ακριβής, η καθορισμένη από άγνωστες βουλές, στιγμή της Αποκάλυψης.
Οι άνθρωποι της περιοχής άρχισαν να βλέπουν ολοζώντανο μπροστά τους τον «Καλόγερο με το θυμιατό», καθώς και τον ταπεινό διάκονο, που τα οστά του βρήκαν «υπό βροχήν». Και είτε σε οπτασία είτε σε όνειρα, ο Καλόγερος τους έλεγε την ιστορία του, κομμάτια από την ιστορία του, που επαληθεύονταν από τον έναν στον άλλον. «Εγώ είμαι, τους έλεγε, ο Καλόγερος που βλέπετε τόσα χρόνια να τριγυρνά στο Λόφο των Καρυών. Ήμουν ηγούμενος στο μοναστήρι, που υπήρχε εδώ, και μαρτύρησα μαζί με άλλους μοναχούς. Μας έσφαξαν οι Τούρκοι τη νύχτα της ενάτης Απριλίου 1463, ημέρα της Διακαινησίμου. Ονομάζομαι Ραφαήλ. Και τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου».
Πεντακόσια χρόνια σιωπής.
Πεντακόσια χρόνια προετοιμασίας, ίσως, άγνωστης για την ώρα της Φανέρωσης. Για την είσοδο του θαύματος στον κόσμο της φθοράς και της αλαζονείας. Για την είσοδο μιας αχτίδας ζώντος Φωτός στις συνειδήσεις της λήθης.
Ανηφορίζω τον Λόφο των Καρυών και αισθάνομαι ελάχιστη. Ένας κόκκος ασήμαντης νόησης, που βιώνει το δράμα της υπάρξεως. Ένα δράμα που συντελείται σε πεδία άγνωστα του Πνεύματος, στη μεθορία του επέκεινα. Ελάχιστη και εφήμερη. Με μια σπίθα άφθαρτου λόγου μέσα μου που δεν ειπώθηκε ακόμα. Και που ομολογεί προς το ίδιο το Μυστήριο που εδώ, σε τούτον τον μαρτυρικό τόπο, αποκαλύφθηκε και για μένα. Για να αισθανθώ το δέος. Το κοσμικό δέος. Αυτό που οδηγεί την ψυχή στην αλήθεια της. Στην υπερβατική αναγνώρισή της.
Ο τόπος αυτός είναι αγιασμένος, είπαν, γιατί πολλές ψυχές μαρτύρησαν. Ο τόπος είναι αγιασμένος και ζωντανός. Γιατί ο μάρτυρας δεν πεθαίνει. Η ψυχή του αγρυπνά στη μοναξιά του χρόνου, ζωοποιώντας και τον τόπο που φιλοξενεί την κοσμική της ανάμνηση.
Κάποιον Οκτώβριο, ο δήμαρχος Μυτιλήνης με κάλεσε να μιλήσω για τα εβδομήντα χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ένα από τα απογεύματα που βρισκόμουν εκεί, πήρα το λεωφορείο και ανέβηκα στο Λόφο των Καρυών, ν’ ανάψω ένα κερί στο μοναστήρι του νεοφανούς Αγίου Ραφαήλ.
Το τοπίο ήταν μαγευτικό με τα χρυσαφένια λιόδεντρα και τα καταγάλανα ακρογιάλια. Από μακριά φάνηκε το μοναστήρι, στην κορυφή του Λόφου, ένας περίλαμπρος ναός με τρούλο και πλήθος ξενώνων για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν τα πουλιά. Στον αυλόγυρο του μοναστηριού υπήρχαν πελώρια πλατάνια γεμάτα πουλιά που σε ξετρέλαιναν με το κελάηδισμά τους. Αλλά και ψηλά στα παράθυρα του ναού και στις κάθε είδους εσοχές του μοναστηριού έφτιαχναν φωλιές και τιτίβιζαν ξετρελαμένα κι αυτά, λες και κυριαρχούσαν στο χώρο, ανενόχλητα από τα πλήθη των προσκυνητών.
Άναψα το κεράκι μου, προσκύνησα την πανέμορφη εικόνα, αγιογραφημένη διά χειρός του μεγάλου Φώτη Κόντογλου, μου χάρισαν και ένα βιβλίο της ηγουμένης με το ιστορικό του μοναστηριού και έφυγα, περισσότερο γεμάτη από την ομορφιά του τοπίου και τα κελαηδίσματα, παρά από θρησκευτικό συναίσθημα.
Ύστερα διάβασα το ιστορικό της Μονής. Και συγκλονίστηκα.
Διάβασα καθετί που υπήρχε σχετικό με τη Φανέρωση των Αγίων. Το βιβλίο του Κόντογλου, τα βιβλία της ηγουμένης. Ήθελα να μάθω όλες τις λεπτομέρειες. Όλα τα σημεία. Ήταν ο «Τύπος των ήλων» αυτός. Ήταν ο λόγος της Γένεσης «Ως φοβερός ο τόπος ούτος».
Και ξεκίνησα να πάω ξανά.
Είχα ανάγκη να τον δω με τα μέσα μάτια. Με την άλλη εκείνη όραση, που απομαγνητίζει τη σιωπή και αναιρεί τη λήθη.
Το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα ήταν πως, οι άνθρωποι που επικοινωνούσαν μαζί του είτε με τα όνειρα είτε με οράματα, έβλεπαν ακόμα και ατόφιες σκηνές από τα γεγονότα εκείνα, σαν να εισέβαλε ξαφνικά ο χρόνος, ο πριν πεντακόσια χρόνια, στον δικό μας καιρό και έφερνε φέτες ατόφιες από τη ζωή, εικόνες από τα ιστορημένα γεγονότα.
Πολλά άτομα είδαν τις ίδιες εικόνες, όπως για παράδειγμα, όταν το πλοιάριο έφερνε τους αγίους, τότε ακόμα μοναχούς, στη Λέσβο, μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και υπό καταρρακτώδη βροχή. Ή τις σκηνές του ίδιου του μαρτυρίου. Οι Τούρκοι αγριεμένοι να τους σφαγιάζουν και να ακούγονται οι οιμωγές σαν να γίνονταν τα συμβάντα εδώ, σε τούτον τον δικό μας καιρό. Ενώ οι κραυγές και ο θρήνος ερχόταν από τα βάθη των πεντακοσίων χρόνων.
Πόσο δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως σήμερα, εποχή της άγριας υλικής ορμής και της βίαιης άρνησης, εκεί, σε εκείνο τον ήρεμο, απέριττο λόφο συνεχίζεται σιωπηλά και αθόρυβα το θαύμα της Φανέρωσης. Τόσο άξια είναι η ηγουμένη που μετέβαλε τον ερημικό Λόφο σε τόπο προσκυνήματος και πίστης ζωντανής. Τα βιβλία της πουλιούνται σε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Και με τα τεράστια χρηματικά ποσά βοηθά όλους τους προστρέχοντας.
Πλήθη προσκυνητών έρχονται από όλες τις άκρες του κόσμου, να ζητήσουν τη βοήθεια του Αγίου, που η παρουσία του είναι έντονη και τα θαύματά του αδιαμφισβήτητα.
Τη μία ημέρα που έμεινα εκεί, έζησα εμπειρίες συγκλονιστικές και αλησμόνητες.
Ο τάφος του Αγίου Ραφαήλ, που είναι έργο θαυμάσιας τέχνης, ένας μαρμάρινος επιτάφιος, στολισμένος πάντα με λουλούδια, κυριαρχεί δεξιά του ναού. Στο κάτω μέρος είναι τα οστά και στο μέσον ένα χρυσόδετο ψηφιδωτό που παριστάνει το σώμα του Αγίου με το κεφάλι γερτό. Και από το ξημέρωμα ως το βράδυ, προσκυνητές γονατισμένοι γύρω από τον επιτάφιο. Μια Μεγάλη Παρασκευή η κάθε μια μέρα στο μοναστήρι του Λόφου. Μια Μεγάλη Παρασκευή έχουν ίσως ανάγκη οι ταραγμένοι καιροί μας, για να εγερθεί η ψυχή, να βιώσει το θαύμα της υπάρξεώς της, να βιώσει την α-λήθεια, τον αποσυμβολισμό του Μυστηρίου της ζωής. Να βιώσει τη Θέωση και το Μαρτύριο, που συνιστούν τον άφθιτο ιστό της τραγικότητάς μας.
Σε ένα από τα βιβλία της η ηγουμένη ονομάζει τον Λόφο «Άλλο Θαβώρ». Και έτσι είναι. Η Φανέρωση του Μυστηρίου δεν είναι ουτοπία, αλλά μια άλλη, ασύλληπτη από το μυαλό, πραγματικότητα, που μας κάνει μικρούς και ασήμαντους μέσα στην άγνοιά μας. Και μας αφήνει έντρομους να αναλογιστούμε την μεγάλη, την απαρασάλευτη Αλήθεια.
Το χάραμα με βρίσκει με τα μάτια κολλημένα στο τζάμι να κοιτάζω το χώρο.
Το δέος είναι η ρωγμή της ψυχής. Από εκεί δραπετεύει, προσπαθώντας να οραματιστεί το Ασύλληπτο.
Ζητώ ένα σημάδι προσωπικό. Ένα σημάδι δικό μου.
Και το έχω.
Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου [Έθνος της Κυριακής, 29.12.2003]