Tuesday, December 28, 2021

Time Chronos Χρόνος

 

κάθε στιγμή πιο κοντά στον θάνατο

Μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε για κακό γούστο, τέτοιες μέρες. Αλλά ακριβώς τέτοιες μέρες, που αρχίζει ένας - συμβατικά - νέος κύκλος, ας αναλογιστούμε ποιο είναι το πολυτιμότερο αγαθό, μαζί με την υγεία μας, και αναντικατάστατο ("ο πολυτιμότερος πόρος"): ο χρόνος. Ας τιμούμε τον χρόνο μας, κι ας μην τον ξοδεύουμε ασυλλόγιστα. Παραθέτω και ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι για το θέμα:

Ticking away the moments that make up a dull day
Fritter and waste the hours in an offhand way
Kicking around on a piece of ground in your hometown
Waiting for someone or something to show you the way
Tired of lying in the sunshine, staying home to watch the rain
You are young and life is long, and there is time to kill today
And then one day you find ten years have got behind you
No one told you when to run, you missed the starting gun
And you run, and you run to catch up with the sun but it's sinking
Racing around to come up behind you again
The sun is the same in a relative way but you're older
Shorter of breath and one day closer to death
Every year is getting shorter, never seem to find the time
Plans that either come to naught or half a page of scribbled lines
Hanging on in quiet desperation is the English way
The time is gone, the song is over, thought I'd something more to say.

Roger Waters, Time (1973)

Time - Pink Floyd
 

 

Friday, December 24, 2021

Χριστούγεννα

 

τούτο το βρέφος ουρανόν και γην εστερέωσεν

Περίβλεπτος, Μυστράς

Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο ...  και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον. Ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.

Tuesday, November 23, 2021

drunk

Garden of earthly delights - Hieronymus Bosch (1450-1516)

You have to be always drunk. That's all there is to it—it's the only way. So as not to feel the horrible burden of time that breaks your back and bends you to the earth, you have to be continually drunk.
But on what? Wine, poetry or virtue, as you wish. But be drunk.
And if sometimes, on the steps of a palace or the green grass of a ditch, in the mournful solitude of your room, you wake again, drunkenness already diminishing or gone, ask the wind, the wave, the star, the bird, the clock, everything that is flying, everything that is groaning, everything that is rolling, everything that is singing, everything that is speaking. . .ask what time it is and wind, wave, star, bird, clock will answer you: "It is time to be drunk! So as not to be the martyred slaves of time, be drunk, be continually drunk! On wine, on poetry or on virtue as you wish."

Charles Baudelaire (1821-1867)

Saturday, November 6, 2021

έρωτας, ζητιανιά και πλούτος μαζί

 

Gustav Klimt - Der Kuss (1908)

Σας παραπέμπω στη Διοτίμα του Συμποσίου του Πλάτωνα – τα λέει πολύ καλά. Η Πενία και ο Πλούτος, καλεσμένοι, σ’ ένα γάμο μεθύσανε και ο Πλούτος ξεμονάχιασε την Πενία και καρπός αυτής της ενώσεως υπήρξε ο Έρωτας. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι φτώχεια και ζητιανιά και συγχρόνως αίσθηση μεγάλη πλούτου. 

Γιάννης Τσαρούχης, "Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου" (1993)

Thursday, September 23, 2021

life and love

 

 Ivy heart, Ryoan-ji, 2013

To feel the love of people whom we love 

is a fire that feeds our life

 

Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto 

(aka Pablo Neruda, Nobel Prize for Literature in 1971, 

died on 23 September 1973)

Wednesday, September 22, 2021

Friday, June 25, 2021

Alpha Mission launch

 

Launch of Alpha Mission on the island of Delos

 ... emerging dangers and challenges, such as climate change or space exploration hazards, will hopefully make us realize and accept that what we have in common with Others is larger and more important than what separates us.
 

 

 Alexandra Mitsotaki, WHF president, inaugurates the Alpha Mission

 

 


Sunday, May 23, 2021

χαρά και καλοσύνη

 

Εγκλουβή Λευκάδας, Ιούλιος 2001

Έχω πειστεί απόλυτα ότι καλοσύνη και χαρά ταυτίζονται. Ο καλός άνθρωπος που αγαπάει και νοιάζεται τους άλλους ζει μέσα στη χαρά. Επομένως κριτήριο για να ορίσουμε το αν είναι κάποιος δυστυχισμένος ή όχι είναι η χαρά. Γιατί η χαρά προϋποθέτει την αγάπη και την καλοσύνη.... Αυτό ήταν το μεγάλο μάθημα της Γιούλας: αυτή η κοπέλα δεν είχε τίποτα. Δεν είχε υγεία, δεν είχε κοινωνική αναγνώριση, δεν είχε καριέρα, δεν είχε λεφτά. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να είναι μεμψίμοιρη, χαιρέκακη, φθονερή, και όμως ήταν μέσα στη χαρά και στην καλοσύνη. Επομένως, ναι, δεν έχουμε καμία δικαιολογία να μην είμαστε καλοί.

Σταύρος Ζουμπουλάκης - Η αδερφή μου (2012)


Sunday, May 16, 2021

σημαντικά και ασήμαντα

  

Ο Γερμανός φιλόσοφος Χάιντεγκερ (Heidegger) πρότεινε δύο τρόπους ύπαρξης: τον καθημερινό τρόπο και τον οντολογικό τρόπο. Στον καθημερινό μας τρόπο είμαστε εντελώς απορροφημένοι από το περιβάλλον μας και απορούμε για το πώς ειναι τα πράγματα στον κόσμο. Στον οντολογικό τρόπο αντίθετα εστιάζουμε την προσοχή μας και αξιολογούμε το θαύμα της "ύπαρξης" αυτό καθεαυτό, και απορούμε που τα πράγματα είναι, που εμείς είμαστε


Υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στο πώς είναι τα πράγματα και στο γεγονός ότι τα πράγματα είναι. Όταν μας απορροφά ο καθημερινός τρόπος, στρεφόμαστε σε εφήμερους περισπασμούς, όπως είναι η εμφάνιση, το ύφος, τα αγαθά ή η επιρροή. Στον οντολογικό τρόπο, αντίθετα, όχι μόνο έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης, της θνητότητας και των άλλων απαρασάλευτων χαρακτηριστικών της ζωής αλλά και μεγαλύτερο άγχος και είμαστε πιο έτοιμοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές αλλαγές. Παρακινούμαστε να αναλάβουμε τη θεμελιώδη ανθρώπινη ευθύνη μας να δημιουργήσουμε μια αυθεντική ζωή με συμμετοχή, με ανθρώπινη διασύνδεση, με νόημα και αυτοπραγμάτωση ... παύοντας να σπουδαιολογούμε τα ασήμαντα πράγματα στη ζωή.

από τον "Κήπο του Επίκουρου" του Irvin D. Yalom

Saturday, May 1, 2021

Ανάσταση

 

Η Ανάσταση - Θεοφάνης ο Κρητικός

 

Ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί

«Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...» - Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες 

 

αλλ' ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν,
έσται υμών διάκονος,
και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος,
έσται πάντων δούλος·
και γαρ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι,
αλλά διακονήσαι,
και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών
Μάρκ. ι' 42-45


whoever wants to become great among you must be your servant,
and whoever wants to be first must be slave of all.
For even the Son of Man did not come to be served,
but to serve,
and to give his life to redeem many people.
Mark 10:42-45 

Monday, March 15, 2021

Καθαρή Δευτέρα


 

Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντριά. Κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο εκείνο το θλιβερό συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη μεγάλη σαρακοστή και με το σκολειό. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβύθια, κουκιά, φακή και λαχανικά και να νηστεύουμε και το λάδι τα τετραδοπαράσκευα!

Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων το κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ’ αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί αυτό λογίζονταν αμαρτία! Κι όταν ακόμα το ‘φερνε ο λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι, ή-θεός φυλάξοι!- το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς» π. χ «ζυγιάσαμε το τυρί -μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς-και βγήκε δέκα οκάδες».

Μια μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα, ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της.

Αλλ’ ήρθα λίγο λίγο στον εαυτό μου, πείστηκα ότι δεν ήταν ψέμα κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες ακτίνες πόμπαιναν από τις χαραμάδες των κλεισμένων παραθυριών του δωματίου μου ήταν της Καθαρής Δευτέρας. Θυμήθηκα περίλυπος ότι την περασμένη βραδιά είχαμε τυρινή αποκριά. Θυμήθηκα ότι είχαμε φάει κουλιάστρα, αυγά, τηγανισμένα, τυρί, ομορφοφκιασμένη αυγοτυρόπιτα, ψάρια, χέλια και θυμήθηκα ότι ύστερα απ’ το δείπνο είχαμε τραγουδήσει και χορέψει…

Όλα αυτά τα’ αναθυμήματα περνούσαν απ’ τη φαντασία μου σαν εικόνες φωτόλουστες, χαρωπές, όμορφες, γεμάτες τέρψη και ευθυμία, η μία πίσω από την άλλη, σαν κύμα που διδάχεται το κύμα, αλλ’ η Καθαρή Δευτέρα, γριά ψηλή, σεμνή, ασπροντυμένη και κατακάθαρη, σκυθρωπή, μ’ αυστηρό πρόσωπο και κάτασπρο φακιόλι, παρουσιάστηκε στη στιγμή μπροστά μου και μόσβησε όλες εκείνες τις όμορφες τερπνές εικόνες και με φοβέριζε μ’ ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια της, απαράλλαχτη όπως μου την είχε παραστήσει η μάνα μου άλλες χρονιές, όταν ήθελα να φάγω πίτα ανήμερα.

– Πεινώ μάνα! Είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό. 

– Άνοιξε την άρκλα, μου είπε και πάρε ψωμάκι και φάε!

– Δεν έχεις τίποτε προσφάγι; ρώτησα με δακρυσμένα μάτια. 

– Σήμερα παιδί μου προσφάγι; μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενευόταν που της ζητούσα προσφάγι. Προσφάγι τρήμερο μέρα;

– Αλλά δεν τρων σήμερα τίποτε άλλο εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα.

– Τίποτε, τίποτε! μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά. 

– Κανένα σύκο, καμιά σταφίδα να φάγω για προσφάγι;

 – Σύκο, σταφίδα, τι λές μοναχέ μ’ κι ακριβέ μ’;

– Σήμερα τρήμερο Καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί, αλλά μονάχα ψωμί και νερό και τίποτε, τίποτε άλλο!

– Πώς να κάνω, της είπα που εγώ θέλω και προσφάγι; Ελιές δεν κάνει να φάω;

 – Μπα! μπα! μπα! Ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ' ανάβαλμά τους μόνο. Το λάδι δε βγαίνει απ’ τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές» έφτυσε, για να ξεπλύνη το στόμα της να μη μαγαρίση.

– Πώς να κάνω της ξαναείπα,που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι;

Κι αυτή κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξεφορτωθεί:

– Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρης περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας. 

Κι αναφέροντας τα περικαυγά ξανάφτυσε.

– Και τρων περδικαύγα μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα.

– Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρης, να μου τα φέρεις να στα ψήσω να τα φας.

– Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα.

– Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή… βούτυρο.

– Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα!

– Ας είναι και ψημένα… είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ’ είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια;

– Και καλύτερα ακόμη.

– Δεν μου το’ λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυρρανιέμαι;

Και λέγοντας αυτά, ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάω στην πλαγιά μόνος μου. Αλλά δεν μου ’ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ’χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου τον Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω:

– Γιάννη! Γιάννη!

– Όρσε! μου απολογήθηκε εκείνος με ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι.

– Έλα γρήγορα που σου λέω. Του πρόσταξα.

Βγήκε ο Γιάννης στον δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα το ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο μ’ αγκάθια.

– Τι με θέλεις; Μου ξαναείπε βγαίνοντας.

– Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, κι άιντε μας να πάμε πλαγινά να μαζέψουμε περδικαύγα.

– Τι να τα κάνωμε τα περδικαύγα; Με ρώτησε εκείνος.

– Τι να τα κάνωμε; του είπα. Να τα φάμε!

– Και τρων αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος.

– Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα. Μου το’ πε η μάνα μου!

Η μάνα μου ήταν η πολύξερη του χωριού μας  και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα… Όλα τα’ άλλα τά ‘ξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα, κι απ’τους πλειότερους άντρες ακόμα… Ήξερε τις γιορτές, ποιες είναι οι βαριές και ποιες οι αλαφριές, καθώς και ποιες κάνουν και τα γαϊδούρια σκόλη. Ήξερε να ζυγιάζη, ήξερε τις δρύμες, πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Ήξερε πότε είναι η χάση και πότε είναι η πιἀση του φεγγαριού. Ήξερε πότε ήταν δισεχτιά και είχε ο Φλεβάρης εικοσιεννιά μέρες και πότε εικοσιοχτώ. Ήξερε ποια τετραδοπαρασκευή αρταίνονται και ποια σαρακοστεύουν. Ήξερε πότε ανοίγει το Τριώδι και πότε είναι η μεγάλη Πασκαλιά, λογαριάζοντας τη γιόμωση του φεγγαριού, και ποιοι μήνες έχουν τριάντα και ποιοι τριάντα μια. Ήξερε τέλος πάντων πολλά κι άμα τα’ἀκουσε ο φίκλος μου ο Γιάννης ότι το ‘χε πει η μάνα μου ότι τρων περδικαύγα την Καθαροδευτέρα, θυμήθηκε ότι του το ‘χε πει κι η μάνα του το πρωί, αλλά δεν το πίστεψε, νομίζοντας ότι τον γελούσε. Πέταξε λοιπόν αμέσως το ψωμοκόμματο απ’ τα χέρια του στις κότες πόβοσκαν στη χλόη γύρα μας κι έτρεξε μαζί μου για περδικαύγα.

Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ νας βρούμε περδικοφωλιές με περδικαύγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ’τα προσήλια τους, περδίκια απ’ τις βοσκές τους αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά!

Ψάξαμε όλη τη μέρα χωρίς να βρούμε τίποτε! Μήπως μας είχαν γελάσει οι μάνες μας; Αλλά γιατί να μας γελάσουν; Προπάντων η μάνα δε λέει ποτέ ψέματα κι οι ορμήνειες που μόδινε συχνά ήταν: «μη κλέψης, φονέψης, μη ψευδομαρτυρήσεις.»

Γυρίζοντας, γυρίζοντας όλη μέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί βρεθήκαμε βασίλεμα ηλιού σε μια βαθιά λακιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνωμε για ν’ ανεβούμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια, που ρουφούσε τα σπλάγχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί όχι σταρίσιο αλλά και αραποσίτικο αλλά και καλαμποκίσιο αλλά και κεχρίσιο ακόμα έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, γάλα, ψάρια, κρέας… δεν περνούσαν καθόλου τότε απ’ το νου μας. Ψωμί , ψωμί να λέγονταν κι ας ήταν ό,τι. Πώς να βγάλωμε όμως τον ανήφορο και να φτάσωμε στο χωριό το γληγορότερο για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε να ανηφορέσωμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Έτσι, θέλοντας και μη, αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα στη λακιά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το χωριό. Τι να κάναμε; Να φωνάζαμε απ’ εκεί μέσα; Θα ήταν στα χαμένα… Δεν θα μπορούσε να μας ακούσει κανείς γιατί ερχόταν σαν απίκουπα το χωριό κι οι πιστικοί που θα μπορούσαν να ‘ναι εκεί γύρα, είχαν συμμαζευτεί με την ώρα τους στο χωριό. Δε συλλογιόμαστε την κακομοιριά μας που κιντυνεύαμε να κοιμηθούμε έξω Φλεβάρη μήνα, αλλ’ είχαμε και τη συλλογή του δασκάλου μας του φοβερού και τρομερού παπα-Αντριά, που θα μας ρήμαζε στις βεργιές, αν τύχαινε να ‘ρθη εκείνο το βράδυ στο χωριό και δε μας έβρισκε εκεί. Θα το θεωρούσε αυτό μεγάλη αταξία. Μη μπορώντας όμως να κάνωμε άλλο τίποτε, μαζευτήκαμε σε μιαν απόγωνη σμούλα να περάσωμε εκεί τη νύχτα! Αν είχαμε σπίρτα ή πυροβολκιά, μπορούσαμε να ανάψωμε φωτιά, αλλά πού σπίρτα! Αρχίσαμε να κρυώνωμε. Δοκιμάζω να ψάξω στις τσέπες μου μη βρω κανένα σπίρτο. Ένα σπίρτο έσωζε δύο ζωές εκείνη τη βραδιά! Ψάχνω ψάχνω… Δόξα τω θεώ. Βρίσκω δυο τρία σπίρτα!

– Σπίρτα, Γιάννη! Φωνάζω και στη στιγμή κατορθώσαμε κουτσά κουτσά να μάσωμε στα σκοτεινά μερικά φύλλα και ξερόκλαδα κι ανάψαμε φωτιά! Δόξα σοι ο μεγαλοδύναμος που μας λεημονήθηκε! Και θα ζεσταινόμαστε και τα ισκιώματα και τα κάθε λογής δαιμονικά δε θα ‘χαν ανάκρα να μας ζυγώσουν! Αν είχαμε και κανένα κομμάτι θυμίαμα ή κανένα σπυρί αλάτι, θα ήταν ακόμα καλύτερα για τα δαιμονικά, τις νεράιδες και τις ξωτικές αλλά δεν είχαμε. Η φωτιά μας φάνηκε σαν καλός σύντροφος. Πήραμε θάρρος κι αρχίσαμε να ξεχνούμε λιγάκι την πείνα κι εκεί που γλυκοπυρωνόμαστε ναρκωμένοι από την κούραση και από την πείνα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε για να ‘ρθουν να μας σηκώσουν.

Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζη και να αγριεύη πλειότερο η νύχτα, να σου ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό γκάρισμα γαϊδουριού. Γκάααααρρρρ! Μάλιστα το γνωρίσαμε κι από τη γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν. 

Πιο χαρμόσυνο άγγελμα δε θα μπορούσε να μας γένη σε κείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκότερο κι από λάλημα αηδονιού εκείνο το γκάρισμα. Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους! Βάλαμε την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο αλλά δε μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό. Προχωρούσαμε αγάλια αγάλια κι άναργα λαναργα και σε μια ώρα και πλειότερο φτάσαμε στα πρόθυρα του χωριού. Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στενοχωριόνταν κι έκλαιγαν για μάς κι έτρεχαν  απ’ εδώ κι απ’ εκεί στενοχωριόνταν κι η γειτόνισσά μας για το χαμένο της το γαϊδούρι μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος. Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζη χαρούμενα και μια τσιούπρα που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πεί στα σπίτια μας για να πάρη σχαρίκια. Σε μια στιγμή και πριν φτάσωμε στο μεσοχώρι, έτρεξε όλο το χωριό μ’ αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πως είχαμε χαθεί. Αλλά οι πλειότεροι είχαν την ιδέα πως μας είχαν πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφηκαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα. Μέσα σ’ εκείνη την αναμπομπούλα ένιωσα ότι μ’ είχε αρπάξει κάποιος στη αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας.

– Τι μόγινες σήμερα μονάκριβέ μου;

– Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη.

– Χαλασιά μου και φορτούνα μου παιδάκι μου, τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα, εγώ.

Είχαμε μπεί πια στην αυλή του σπιτιού μας.

– Ψωμί, ψωμί, φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή.

– Ψωμή, μωρή. Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου.

– Ψωμί γρήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί απ’ την πείνα!

Και πριν μπούμε ακόμα στο σπίτι, μου παρουσίασε έναν κόμματο ψωμί η αδερφή μου.

Άρχισα να το καταπίνω. Νόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν!

Όταν άνοιξα τα μάτια, που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου.

– Μάνα… με μέλι το ‘χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;

– Όχι παιδί μου.

– Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό;

– Έτσι είναι μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για κείνους που δεν τρώνε καθόλου όλη την μέρα…

Και μ’ όλα ταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ‘ χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαύγων, που μού ‘χε κάνει εκείνο το πρωί.

Χρήστος Χριστοβασίλης (1861-1937, συγγραφέας και δημοσιογράφος, εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας της Ηπείρου κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα)












Monday, February 1, 2021

αμπελουργός

 

Respect: προστάτης των αμπελουργών - ο Άγιος Τρύφων

Sunday, January 31, 2021

να αλλάξουμε

 

Γιατί είναι αλήθεια ότι χρειάζεται πάντα ένα τρυφερό και αγαπητικό βλέμμα από τον Άλλον για να μπορέσουμε να βρούμε το κουράγιο και τη δύναμη να αλλάξουμε.

π. Νικόλαος Δουλιγέρης

Wednesday, January 20, 2021

σκύλοι

 

Οι σκύλοι είναι η επαφή μας με τον παράδεισο. Δεν ξέρουν ούτε κακία ούτε φθόνο ούτε δυσφορία.

Μίλαν Κούντερα

Wednesday, January 6, 2021

Τα Φώτα στο Αϊβαλί



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. 

Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς. Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.

Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.

Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι. 

Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. 

Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. 

Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.  

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. 

Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. 

Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. 

Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! 

O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά. 

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. 

Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». 

Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις. 

 Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. 

Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. 

Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. 

Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές. 

Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Φώτης Κόντογλου (Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, 1962)

Friday, January 1, 2021

New Year

Anna in snow, Kanazawa 2017

 

... for last year's words belong to last year's language 

and next year's words await another voice ...


Thomas Stearns Eliot, Four Quartets - Little Gidding (1942)