Το κουφάρι του άλλου [Ιταλού] εκεί μπροστά μας κατάχαμα! Άχνιζαν ακόμα τα αίματα πάνω στη χλαίνη του και γύρω του! Ανατρίχιασα στο αντίκρισμά του, κάτω από το φως του φεγγαριού! Ως τούτη τη στιγμή δεν είχα ξαναδεί σκοτωμένο! Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε! Κρίμα το παιδί, σκέφτηκα. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρόνων το Ιταλόπαιδο! Αργότερα μια μάνα Ιταλίδα, σαν μάθει για το χαμό του γιου της, θα κλάψει απαρηγόρητα. Και ίσως να μη μάθει ποτέ πού, πώς και πότε χάθηκε το παλικάρι της.
Λεωνίδας Πουρναρόπουλος
Πρώτη φορά αντικρύζω σκοτωμένους και με πιάνει φρίκη ... γιατί να θυσάζεται τόσος κόσμος; Γιατί να αφαιρούμε τη ζωή των συνανθρώπων μας; Με ποιο δικαίωμα το κάνουμε; ... γιατί όλα αυτά; Πώς θα ήθελα να είχα τη δύναμι, αυτή τη στιγμή, να ξαναδώσω ζωή σε αυτά τα ματωμένα πτώματα, για να προλάβω την κακή είδησι, που θα πάει στους δικούς τους. Εμείς επί τέλους έχουμε δικαιολογία και μάλιστα σοβαρή. Ήρθαν να καταλάβουν την Πατρίδα μας. Είμαστε αμυνόμενοι. Δεν προκαλέσαμε τον πόλεμο. Δεν επιτεθήκαμε πρώτοι. Αλλά γιατί να γίνωνται οι πόλεμοι; Γιατί κάθε τόσο να σκοτώνεται τόσος κόσμος; Ανεξάρτητα από αυτές τις σκέψεις, αισθάνθηκα την ανάγκη κλείνοντας για λίγο τα μάτια, που έχουν γεμίσει δάκρυα, να προσευχηθώ στο Θεό ν' αναπαύσει τις ψυχές αυτών που χάθηκαν, είτε είναι δικοί μας, είτε εχθροί και να με συγχωρέσει για το κακό, που πιθανόν να έκαμα και με τα ίδια μου τα χέρια.
Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου 1912 μπήκε στη Θεσσαλονίκη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Παναγιώτης Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο.
Ελάχιστες ώρες νωρίτερα, στη 1:30 μετά τα μεσάνυχτα, είχε υπογραφεί στο Διοικητήριο το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό, το οποίο είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα από τον τότε έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη. Από την ελληνική πλευρά συνυπέγραψαν ο ταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς και από την τουρκική πλευρά ο Χασάν Ταχσίν Πασάς.
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ενώ υπογράφηκε την 01:30 ώρα της 27ης Οκτωβρίου 1912, έφερε ως χρονολογία την 23:00 (11 μ.μ.) ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912, διότι ο Ιωάννης Μεταξάς κατάφερε να πείσει τον Ταχσίν πασά να μπει ή χρονολογία αυτή για να τιμηθεί ο προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης Άγιος Δημήτριος, που γιορτάζει στις 26 Οκτωβρίου και τον οποίο σεβόταν ο Ταχσίν πασάς. Ο ουσιαστικός όμως λόγος ήταν άλλος: για να τεκμηριωθεί και με επίσημο έγγραφο, ότι ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη κατά μια μέρα ενωρίτερα, στοιχείο πού απετέλεσε και τον καταπέλτη στις παράλογες απαιτήσεις των Βουλγάρων για συγκυριαρχία της πόλεως.
Θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολες οι στιγμές που έζησε αυτός που πήρε την απόφαση να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη, τις στρατιωτικές δυνάμεις που διοικούσε, τον εαυτό του και την οικογένειά του στον εχθρό. Πρόκειται για τον Χασάν Ταχσίν Πασά, τον Οθωμανό Αλβανό διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας. Ο εχθρός που είχε φθάσει έξω από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο ελληνικός στρατός από τη μια πλευρά και ο βουλγαρικός από την άλλη. «Παρέδωσε τη πόλη στον ελληνικό στρατό, χωρίς να ακολουθήσει τον κανόνα που επικρατούσε τότε, δηλαδή να καίνε τις πόλεις ή να σφάζουν τους πληθυσμούς τους. Παρέδωσε και τον στρατό του χωρίς να έχει καμία απώλεια, πέραν όσων χάθηκαν στις μάχες των Γιαννιτσών και του Σαρανταπόρου» λέει ο Χρίστος Χριστοδούλου, συγγραφέας του βιβλίου «Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Βιογραφία και ψυχογράφημα για έναν στρατιωτικό, ο οποίος έκανε μια υπέρβαση που μπορεί να κριθεί ανεξήγητη, και για την οποία το τίμημα που κατέβαλε ήταν μεγάλο.
«Θα μπορούσε να δώσει και ένα δεύτερο πρωτόκολλο και στους Βουλγάρους, συμμάχους τότε της Ελλάδας. Το απέφυγε με καταπληκτική δεξιοτεχνία πολιτική και διπλωματική και με αυτήν την απόφασή του η Ελλάδα δεν μπήκε σε μια περιπέτεια από την οποία δεν θα έβγαινε ούτε σε 100 χρόνια. Δηλαδή, σήμερα, θα αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα. Αλλά εκείνο το πρωτόκολλο όρισε και την κατάσταση η οποία παραμένει αναλλοίωτη μέχρι τώρα» προσθέτει ο Χρίστος Χριστοδούλου. Τότε, στην εφημερίδα «Μακεδονία» ο δημοσιογράφος Ωρολογάς τον χαρακτήρισε «σωτήρα και ευεργέτη της Θεσσαλονίκης». Γιατί πήρε αυτήν την απόφαση ένα εξέχον στέλεχος του οθωμανικού στρατού; Γιατί αρνήθηκε μια σταδιοδρομία λαμπρή -ως τότε και προσχώρησε στον εχθρό; Χαρακτηρίσθηκε ως προδότης στην πατρίδα του, καταδικάσθηκε ερήμην εις θάνατον, αλλά η συνέχεια του βίου του ήταν «οι τρεις ταφές». «Αυτό με έκανε να γράψω το βιβλίο. Ότι κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του επί 100 χρόνια. Είναι απαράδεκτο. Είναι ιστορική απρέπεια» τονίζει ο Χρίστος Χριστοδούλου και αναρωτιέται «δεν ασχολείσαι γιατί; επειδή ήταν Οθωμανός; Αλβανός; Ηττημένος;» Αλβανός που είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Οθωμανός παντρεμένος με εξισλαμισμένη ελληνίδα, στοιχείο που όπως αναφέρει ο Χρίστος Χριστοδούλου «τα εγγόνια του μόλις τώρα παραδέχθηκαν ότι η γιαγιά τους ήταν Ελληνίδα, ενώ υπάρχει και η μαρτυρία του Λεωνίδα Σπαή, στρατηγού που τον γνώριζε προσωπικά και ο οποίος στη συνέχεια διατέλεσε υπουργός Άμυνας και υπουργός Βορείου Ελλάδος, σύμφωνα με τον οποίο ‘ήτο ελληνικής καταγωγής πράγμα το οποίο ο ίδιος άριστα εγνώριζε’».
Ηττημένος, με τον στρατό του απογοητευμένο ακολουθεί τους Ελληνες. Η ζωή του κλείνει με «τρεις ταφές»: «Η κυβέρνηση Βενιζέλου τον έστειλε για λόγους υγείας, αλλά και λόγους ασφαλείας, στην Ελβετία. Πέθανε εκεί το 1918 και τάφηκε στο νεκροταφείο των Ετεροδόξων της Λωζάνης. Αυτή ήταν η πρώτη ταφή. Το 1936 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε αλβανικό νεκροταφείο που υπήρχε στην περιοχή της Τριανδρίας. Αυτή είναι η δεύτερη ταφή του. Το νεκροταφείο παρέμεινε ως το 1983, χρονιά που με πρόσχημα την επέκταση της Τριανδρίας καταπατήθηκε. Σώθηκαν τα οστά του και των παιδιών του που ήταν στον ίδιο τάφο, και το Γενικό Επιτελείο Στρατού τα έκρυψε επί 19 χρόνια στο νεκροταφείο της Μαλακοπής» λεει για τις δύο ταφές ο Χρίστος Χριστοδούλου και προσθέτει για την τρίτη: «Από εκεί, το 2002, θάφτηκαν στη βίλα Μοδιάνο του Τόπσιν, τη βίλα όπου είχε γίνει η παράδοση της Θεσσαλονίκης και όπου τώρα λειτουργεί το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων».
Σε παλαιότερο άρθρο του στη «Μακεδονία» όπου εργαζόταν, άρθρο το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ζωσιμαίας Σχολής, ο Χρίστος Χριστοδούλου έγραφε για τον αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν Πασά: «Επί 40 χρόνια υπηρέτησε πιστά την Αυτοκρατορία στην Υεμένη, το Ιράκ, την Συρία, τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο, τα Ιωάννινα, την Κρήτη αντιμετωπίζοντας πολέμους, σφαγές και εξεγέρσεις. Ο ίδιος δέχθηκε τον δημόσιο έπαινο, παρασημοφορήθηκε, αλλά και εξορίσθηκε». Και ακολούθησαν «οι τρεις ταφές». Μια διαδρομή τραγική για έναν άνθρωπο που αρνήθηκε πολλά και στον οποίο η Ελλάδα οφείλει τουλάχιστον τον σεβασμό της.
-Να θυμάσαι Τάρας: και το τελευταίο, το πιο ταπεινό μόριο του σώματός μας ήταν κάποτε σάρκα της σάρκας κάποιου αστέρα. Φυλάμε τα όνειρα των αστέρων μέσα στα κορμιά μας. Είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη! Είμαστε παιδιά των άστρων! Και με αυτά τα λόγια η Άρτεμις Φευγάτη υψώθηκε στο νυχτερινό ουρανό και έφυγε προς την κατεύθυνση του Σείριου, επιβεβαιώνοντας το όνομά της. Αφιερωμένο στις φευγάτες του κόσμου μας