Νεάπολη Βοιών Λακωνίας, Παραμονή Χριστουγέννων 1955
Το κύμα είχε κουκουλώσει μάντρες και φυτά, αυλές και ζωντανά.
Όλοι έστρεφαν τα μάτια κατά τον Κάβο-Μαλιά από όπου θα ξεπρόβαλλε το πλοίο της γραμμής. Βράδιαζε… Στο σπίτι μας, που ευωδίαζε, η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Ευλογημένες ώρες. Συν τη χαρά ότι είχαμε κοντά τον πατέρα που -λόγω Χριστουγέννων- δεν ταξίδευε.
Εκείνο το απόγευμα, ανήσυχος με τον καιρό, είχε στηθεί από νωρίς στο λιμάνι. Τα παιδιά είχαν τελειώσει με τα κάλαντα, ζεσταίνονταν, ξεκουράζονταν, μα ήταν ακόμη με τις εικόνες της ημέρας στα μάτια.
Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στη γειτονιά ήταν το χτύπημα του χαβανόχερου. Ήχος ασημένιος, χαρμόσυνος. Νύχτα προχωρημένη μας ξάφνιασε η σειρήνα του βαποριού. Σαν να αγκομαχούσε. Φαίνεται το καράβι προσπαθούσε να ποδίσει και δυσκολευόταν.
Αργότερα ταραχτήκαμε όταν ακούσαμε την αγωνιώδη φωνή του πατέρα:
«Σπυριδούλα, άνοιξε! Ελάτε. Για το Θεό!»
Έβρεχε κρουνηδόν, η θάλασσα μούγκριζε και ο πατέρας βαστούσε από τους ώμους ένα νεαρό φοβισμένο αντρόγυνο.
«Δεν υπήρχε ούτε τρύπα στο ξενοδοχείο. To αγκαζάρισαν οι Τσιριγώτες μέχρι να καλοσυνέψει…»
«Μαρία τ’ όνομα της κοπέλας, Τεοντόρ του άντρα. Ρουμάνοι. Καλαθάδες. Μόνο κάντε γρήγορα! Το κορίτσι όπου να ‘ναι γεννάει. Σπυριδούλα, ετοίμασε το κρεβάτι κι εσύ, μάνα, τα πρέποντα. Εγώ πάω για τη μαμή».
Στο κρεβάτι των γονιών μου γεννήθηκε το ξένο κοριτσάκι. Εύκολα σαν να το είχε η μάνα αγκαλιά και το απόθεσε στην ασφάλεια και στη ζέστα.
Όταν με άφησαν να τις δω, έλαμπε το μελαχρινό πρόσωπο της Μαρίας, ενώ το μωρό ήταν σαν ανθός. Ο άγνωστος πατέρας έκλαιγε ντροπαλά.
Η γιαγιά έψαλε «Ευφραίνου, Βηθλεέμ, Ευφραθά…» κι εγώ, με μάτια λαμπερά κι ένα ακόμη πιο λαμπερό χαμόγελο, πήγα και ακούμπησα την κούκλα μου, τη Ρόζα, δίπλα στη μάνα που ψιθύριζε γλυκά στο νεογέννητο.
© Χρήστος Μποκόρος
Μόλις ακούστηκαν οι καμπάνες της Άγια- Τριάδας είπα πως θα πετάξω εκεί ψηλά, στη λάμψη των αστεριών! Καλά Χριστούγεννα!!!
Ελένη Σαραντίτη