Ο Τέλλος Άγρας με συμπολεμιστές του στη λίμνη των Γιαννιτσών
Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, να τα πλάτσι; (Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;) Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια; (Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;) Κάκβα ιζλαζάγια; (Πώς σε ξεγέλασαν;) Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ; (Πώς σ' έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;) Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου (να σε φέρουν σε ξένη γη) τσούζντι μάικι ντα πλάκατ (ξένες μάνες να σε κλάψουν) τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ. (ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν) Σλαβόφωνο μοιρολόι για τον θάνατο του Τέλλου Άγρα, που με ύπουλο τρόπο συνελήφθη από κομιτατζήδες και απαγχονίστηκε μαζί με τον Αντώνη Μίγγα στις 7 Ιουνίου 1907, σε μια καρυδιά μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Ο Τέλλος Άγρας καταγόταν από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Σαράντος Αγαπηνός.
Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου 1912 μπήκε στη Θεσσαλονίκη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Παναγιώτης Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο.
Ελάχιστες ώρες νωρίτερα, στη 1:30 μετά τα μεσάνυχτα, είχε υπογραφεί στο Διοικητήριο το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό, το οποίο είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα από τον τότε έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη. Από την ελληνική πλευρά συνυπέγραψαν ο ταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς και από την τουρκική πλευρά ο Χασάν Ταχσίν Πασάς.
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ενώ υπογράφηκε την 01:30 ώρα της 27ης Οκτωβρίου 1912, έφερε ως χρονολογία την 23:00 (11 μ.μ.) ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912, διότι ο Ιωάννης Μεταξάς κατάφερε να πείσει τον Ταχσίν πασά να μπει ή χρονολογία αυτή για να τιμηθεί ο προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης Άγιος Δημήτριος, που γιορτάζει στις 26 Οκτωβρίου και τον οποίο σεβόταν ο Ταχσίν πασάς. Ο ουσιαστικός όμως λόγος ήταν άλλος: για να τεκμηριωθεί και με επίσημο έγγραφο, ότι ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη κατά μια μέρα ενωρίτερα, στοιχείο πού απετέλεσε και τον καταπέλτη στις παράλογες απαιτήσεις των Βουλγάρων για συγκυριαρχία της πόλεως.
Θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολες οι στιγμές που έζησε αυτός που πήρε την απόφαση να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη, τις στρατιωτικές δυνάμεις που διοικούσε, τον εαυτό του και την οικογένειά του στον εχθρό. Πρόκειται για τον Χασάν Ταχσίν Πασά, τον Οθωμανό Αλβανό διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας. Ο εχθρός που είχε φθάσει έξω από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο ελληνικός στρατός από τη μια πλευρά και ο βουλγαρικός από την άλλη. «Παρέδωσε τη πόλη στον ελληνικό στρατό, χωρίς να ακολουθήσει τον κανόνα που επικρατούσε τότε, δηλαδή να καίνε τις πόλεις ή να σφάζουν τους πληθυσμούς τους. Παρέδωσε και τον στρατό του χωρίς να έχει καμία απώλεια, πέραν όσων χάθηκαν στις μάχες των Γιαννιτσών και του Σαρανταπόρου» λέει ο Χρίστος Χριστοδούλου, συγγραφέας του βιβλίου «Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Βιογραφία και ψυχογράφημα για έναν στρατιωτικό, ο οποίος έκανε μια υπέρβαση που μπορεί να κριθεί ανεξήγητη, και για την οποία το τίμημα που κατέβαλε ήταν μεγάλο.
«Θα μπορούσε να δώσει και ένα δεύτερο πρωτόκολλο και στους Βουλγάρους, συμμάχους τότε της Ελλάδας. Το απέφυγε με καταπληκτική δεξιοτεχνία πολιτική και διπλωματική και με αυτήν την απόφασή του η Ελλάδα δεν μπήκε σε μια περιπέτεια από την οποία δεν θα έβγαινε ούτε σε 100 χρόνια. Δηλαδή, σήμερα, θα αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα. Αλλά εκείνο το πρωτόκολλο όρισε και την κατάσταση η οποία παραμένει αναλλοίωτη μέχρι τώρα» προσθέτει ο Χρίστος Χριστοδούλου. Τότε, στην εφημερίδα «Μακεδονία» ο δημοσιογράφος Ωρολογάς τον χαρακτήρισε «σωτήρα και ευεργέτη της Θεσσαλονίκης». Γιατί πήρε αυτήν την απόφαση ένα εξέχον στέλεχος του οθωμανικού στρατού; Γιατί αρνήθηκε μια σταδιοδρομία λαμπρή -ως τότε και προσχώρησε στον εχθρό; Χαρακτηρίσθηκε ως προδότης στην πατρίδα του, καταδικάσθηκε ερήμην εις θάνατον, αλλά η συνέχεια του βίου του ήταν «οι τρεις ταφές». «Αυτό με έκανε να γράψω το βιβλίο. Ότι κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του επί 100 χρόνια. Είναι απαράδεκτο. Είναι ιστορική απρέπεια» τονίζει ο Χρίστος Χριστοδούλου και αναρωτιέται «δεν ασχολείσαι γιατί; επειδή ήταν Οθωμανός; Αλβανός; Ηττημένος;» Αλβανός που είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Οθωμανός παντρεμένος με εξισλαμισμένη ελληνίδα, στοιχείο που όπως αναφέρει ο Χρίστος Χριστοδούλου «τα εγγόνια του μόλις τώρα παραδέχθηκαν ότι η γιαγιά τους ήταν Ελληνίδα, ενώ υπάρχει και η μαρτυρία του Λεωνίδα Σπαή, στρατηγού που τον γνώριζε προσωπικά και ο οποίος στη συνέχεια διατέλεσε υπουργός Άμυνας και υπουργός Βορείου Ελλάδος, σύμφωνα με τον οποίο ‘ήτο ελληνικής καταγωγής πράγμα το οποίο ο ίδιος άριστα εγνώριζε’».
Ηττημένος, με τον στρατό του απογοητευμένο ακολουθεί τους Ελληνες. Η ζωή του κλείνει με «τρεις ταφές»: «Η κυβέρνηση Βενιζέλου τον έστειλε για λόγους υγείας, αλλά και λόγους ασφαλείας, στην Ελβετία. Πέθανε εκεί το 1918 και τάφηκε στο νεκροταφείο των Ετεροδόξων της Λωζάνης. Αυτή ήταν η πρώτη ταφή. Το 1936 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε αλβανικό νεκροταφείο που υπήρχε στην περιοχή της Τριανδρίας. Αυτή είναι η δεύτερη ταφή του. Το νεκροταφείο παρέμεινε ως το 1983, χρονιά που με πρόσχημα την επέκταση της Τριανδρίας καταπατήθηκε. Σώθηκαν τα οστά του και των παιδιών του που ήταν στον ίδιο τάφο, και το Γενικό Επιτελείο Στρατού τα έκρυψε επί 19 χρόνια στο νεκροταφείο της Μαλακοπής» λεει για τις δύο ταφές ο Χρίστος Χριστοδούλου και προσθέτει για την τρίτη: «Από εκεί, το 2002, θάφτηκαν στη βίλα Μοδιάνο του Τόπσιν, τη βίλα όπου είχε γίνει η παράδοση της Θεσσαλονίκης και όπου τώρα λειτουργεί το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων».
Σε παλαιότερο άρθρο του στη «Μακεδονία» όπου εργαζόταν, άρθρο το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ζωσιμαίας Σχολής, ο Χρίστος Χριστοδούλου έγραφε για τον αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν Πασά: «Επί 40 χρόνια υπηρέτησε πιστά την Αυτοκρατορία στην Υεμένη, το Ιράκ, την Συρία, τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο, τα Ιωάννινα, την Κρήτη αντιμετωπίζοντας πολέμους, σφαγές και εξεγέρσεις. Ο ίδιος δέχθηκε τον δημόσιο έπαινο, παρασημοφορήθηκε, αλλά και εξορίσθηκε». Και ακολούθησαν «οι τρεις ταφές». Μια διαδρομή τραγική για έναν άνθρωπο που αρνήθηκε πολλά και στον οποίο η Ελλάδα οφείλει τουλάχιστον τον σεβασμό της.
99 χρόνια από την πρώτη ανάβαση του Ολύμπου: δύο Ελβετοί, ο ταλαντούχος φωτογράφος Fred Boissonnas και ο Daniel Baud-Bovy, ιστορικός τέχνης, οδηγούμενοι από τον νεαρό κυνηγό Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο (γνωστός σήμερα από το καταφύγιο του Ολύμπου που φέρει το όνομά του) πατούν για πρώτη φορά την κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα, το πρωί της 2ας Αυγούστου του 1913. Αυτός που πάτησε πρώτος την κορυφή ήταν ο Χρήστος Κάκκαλος.
Πρώτη φορά στον Όλυμπο, 1985
Οικογενειακώς στον Όλυμπο, 2001
Στεφάνι και Μύτικας: Φωτογραφία του Boissonas, Αύγουστος 1913
Summer night in Nea Fokea, Macedonia, Greece / I.A. Daglis
In days of peace - sweet smelling summer nights
of wine and song;
dusty pavements burning feet.
Why am I crying, I want to know.
How can I smile and make it right?
For sixty days and eighty nights
and not give in and lose the fight.
I'm going back to the ones that I know,
with whom I can be what I want to be.
Just one week for the feeling to go --
and with you there to help me
then it probably will.
Ian Anderson [With you there to help me - inBenefit, 1970]
Πριν από 95 χρόνια, στις 9 Οκτωβρίου 1916, σχηματίστηκε στη Θεσσαλονίκη η Προσωρινή Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, μετά τη διαφωνία του νόμιμου πρωθυπουργού Βενιζέλου με τον γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο και την παραίτηση του Βενιζέλου. Η Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο.
Στις 3 Οκτωβρίου 1941 βουλγαρικό αεροπλάνο βομβάρδισε τα Κύργια αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να καταφύγουν στο βουνό. Την επόμενη ημέρα, 4 Οκτωβρίου 1941, συνεχίστηκε ο βομβαρδισμός του κεντρικού συνοικισμού των Κυργίων με αποτέλεσμα να καταστραφούν από πυρκαγιά περίπου 200 σπίτια και μαγαζιά. Ακόλουθα, Βούλγαροι στρατιώτες εισέβαλαν στα Κύργια, σκότωσαν όσους απέμειναν στο χωριό, λεηλάτησαν τα σπίτια και έπειτα απόσπασμα Βουλγάρων σκότωσε ομάδα ηλικιωμένων στο Πολύπετρο (Γιαστόργιαννη). Την ίδια μέρα στο Καράορμαν εκτελέστηκαν από τους Βουλγάρους άνδρες των Κυργίων, οι οποίοι παραδόθηκαν μαζί με γυναικόπαιδα νομίζοντας ότι δεν θα τους σκοτώσουν… Συνολικά οι Κυργιώτες που εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν με ξυλοδαρμό από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια ή και μετά την Εξέγερση της Δράμας ήταν 144 άτομα.
Νίκος Δαγλής, ο αδερφός του παππού. Εκτελέστηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 στο Δοξάτο
Το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 1941 μία ομάδα ανταρτών (25-30 άτομα) με ορμητήριο το Τσαλ Νταγ (όρη Λεκάνης) και με αρχηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό, δικηγόρο Χρήστο Καλαϊτζίδη από τον Νικηφόρο μπήκε στο Δοξάτο και πήρε τους άντρες της ομάδας του χωριού από τα σπίτια τους. Στις 11 το βράδυ οι αντάρτες επιτέθηκαν και πυρπόλησαν τον σταθμό χωροφυλακής του Δοξάτου, σκότωσαν 8 και τραυμάτισαν άλλους Βούλγαρους χωροφύλακες. Ανάμεσα στους Βούλγαρους τραυματίες ήταν και ο Νομάρχης Δράμας Βασίλ Γκεοργκίεφ, ο οποίος είχε σπεύσει στο Δοξάτο μαζί με 16 χωροφύλακες και ένοπλους πολίτες. Οι αντάρτες στη συνέχεια κατέφυγαν στο Τσαλ Νταγ και τους ακολούθησαν 200 περίπου Δοξατινοί.
Τις πρωινές ώρες της 29ης Σεπτεμβρίου βουλγαρικό απόσπασμα μπήκε στο Δοξάτο, ενώ βουλγαρικό αεροπλάνο βομβάρδισε τα ακρινά σπίτια. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν 200 περίπου κατοίκους, τους οδήγησαν στο σπίτι του Πέτρου Ηλιάδη κοντά στη θέση «Πευκάκια» και ολόκληρο το βράδυ μέχρι και τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου οδηγούσαν ομάδες των 15-20 ατόμων σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, στο δρόμο προς την Αδριανή, για εκτέλεση. Σύμφωνα με τους Πασχαλίδη και Χατζηαναστασίου, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν στο Δοξάτο 182 Έλληνες (166 ντόπιους και 16 από άλλες περιοχές - μεταξύ τους και ο αδερφός του παππού μου Νίκος Δαγλής) ενώ 18 Δοξατινοί σκοτώθηκαν σε άλλες περιοχές –σύνολο 200 θύματα.
Το μνημείο των εκτελεσθέντων στη θέση "Πευκάκια" στο Δοξάτο
Αυτή ήταν η δεύτερη σφαγή στο Δοξάτο από Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής. Η πρώτη με θύματα 650 αθώους Δοξατινούς (άνδρες, γυναίκες και παιδιά), έγινε την 30η Ιουνίου 1913.
Στα 1826 εκατόν πενήντα περίπου Βλάχοι από τη Σαμαρίνα και τη γύρω περιοχή συμμετέχουν στην αθάνατη φρουρά των Μακεδόνων, που πολέμησαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετά την ηρωική έξοδο την Κυριακή των Βαΐων του 1826, μόνο τριάντα τρεις απ' αυτούς επέστρεψαν στα χωριά τους.
Η λαϊκή μούσα της Σαμαρίνας ύμνησε τον ηρωικό θάνατο των παλικαριών της με το τραγούδι «Ν' εσείς παιδιά κλεφτόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας»
Ν' εσείς, παιδιά βλαχόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας,
μωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα,
σαν πάτε πάνω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε.
Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου,
Μην πείτε πως λαβώθηκα, βαριά για να πεθάνω.
Μόν' πείτε πως παντρεύτηκα στα έρημα τα ξένα.
Την πέτρα πήρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
κι αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια ...
(βλ. Αστέριος Κουκούδης, Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999)
Πολύ την αγαπάω αυτή την πόλη. Ανέκαθεν, κι από τότε που ήμουν χαμένο κορμί και δεν ήξερα τίποτε ακόμη για το βαρύ παρελθόν της. Είναι η μητέρα Θεσσαλονίκη.
Ιούνιος 1986, Θεσσαλονίκη κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα, όσο θα υπάρχει η Θεσσαλονίκη Νικηφόρος Χούμνος, 14ος αι.