Showing posts with label Cinema. Show all posts
Showing posts with label Cinema. Show all posts

Sunday, November 26, 2023

την ικανότητα να αγαπάει

 

Η Χριστίνα Παπαθέου ξεναγεί στην ομαδική έκθεση "Καθρέφτης" - αφιέρωμα στον Αντρέι Ταρκόφσκι.

Ο άνθρωπος είναι απασχολημένος να κυνηγά φαντάσματα και να προσκυνά είδωλα. Στο τέλος όλα καταλήγουν σ’ ένα, και μάλιστα απλό στοιχείο, το μόνο στο οποίο μπορεί να υπολογίζει στη ζωή του: την ικανότητα να αγαπάει. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί μες στη ψυχή και να γίνει ο υπέρτατος παράγοντας που καθορίζει το νόημα της ζωής ενός ανθρώπου. Έργο μου είναι να κάνω το θεατή που βλέπει τις ταινίες μου να συνειδητοποιήσει την ανάγκη του να αγαπάει και να τον αγαπούν, να καταλάβει ότι τον καλεί η ομορφιά κοντά της.

Αντρέι Ταρκόφσκι [Σμιλεύοντας τον χρόνο]

Πίνακας της Χριστίνας Παπαθέου







Wednesday, August 2, 2023

To truly arrive, you have to leave

 

Berlin State Library at Potsdamer Platz

one of the filming locations


To truly arrive, you have to leave.

Peter Handke, Richard Reitinger, Wim Wenders


from the film of Wim Wenders "Der Himmel über Berlin" (Wings of desire)




Saturday, May 5, 2018

Beauty



The plastic bag scene from American Beauty; music by Thomas Newman

It was one of those days, when it's a minute away from snowing, and there's this electricity in the air. You can almost hear it, right? And this bag was just dancing with me, like a little kid begging me to play with it, for fifteen minutes. That's the day I realized there was this entire life behind things, and this incredibly benevolent force, that wanted me to know there was no reason to be afraid, ever. Video's a poor excuse, I know, but it helps me remember. I need to remember. Sometimes there is so much... beauty... in the world, I feel like I can't take it, and my heart is just going to cave in.

Alan Ervin Ball [American Beauty, 1999]

Tuesday, June 7, 2016

Sushi

Sushi in Athens


Sushi? That's what my ex-wife called me. Cold Fish.

Rick Deckard, in Blade Runner (Ridley Scott, 1982)

Monday, May 30, 2011

Ακρόπολη, Μάιος 1941


Γερμανοί στρατιώτες υψώνουν τη ναζιστική σημαία στην Ακρόπολη. Λίγο αργότερα, στις 30 Μαΐου 1941 (σαν σήμερα πριν από 70 χρόνια), ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος την κατεβάζουν.

"Όταν το Μέτωπο της Μακεδονίας έσπασε και η Μπότα των Ναζί κατέβαινε και μας πλάκωνε στο στήθος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω με τα υποχωρούντα στρατεύματα για την Αίγυπτο για να συνεχίσω εκεί τον πόλεμο. Λογάριασα, όμως, χωρίς τα Στούκας, τα οποία δεν άφησαν ούτε καρυδότσουφλο στον Σαρωνικό κόλπο. Κι έτσι, ανάμεσα στις φλόγες και στις βόμβες των Στούκας, είδα να βυθίζονται οι ελπίδες μου για την Αίγυπτο, κι έμεινα.
Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ' έναν ψηλό κοντό, πάνω στα αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. Άπειρα μάτια ελληνικά εδάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.
Έτσι εδάκρυσαν και τα δικά μου. Μα... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους.
Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο, κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι που να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό, και προ παντός, σαν στρατό.
Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προ παντός τη διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου. Κυτταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνομε. Εν τω μεταξύ, οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης. Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεφτόμαστε τι να τους κάνομε ακούγοντας από πάνω μας τη Λουφτβάφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.
Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει. Πολεμούσαν ακόμη τα παλικάρια μας μαζί με τους Εγγλέζους σε μερικά σημεία.
Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κυττούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.
Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.
Ήταν πολύ απλό μα και πολύ Μεγάλο. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε και μεις στις 31 Μαϊου 1941. Συμβολικό το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο. Μια φούχτα άνθρωποι τότε απειλούσαν την Πανίσχυρη Τουρκική Αυτοκρατορία. Δυο παιδιά εμείς, θα προσβάλλαμε το φοβερό τότε Γ΄ Ράιχ. Και βάλαμε σ' ενέργεια αμέσως το σχέδιο.
Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στη λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο -που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται Πανδρόσειον άντρον" και στο οποίο κατά τη Μυθολογία εκατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μηλόπιττες στις εορτές των Παναθηναίων- ότι μόνον απ' αυτήν την τρύπα, που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερεχθείο, θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί. Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Πέρασε κι αυτή η ημέρα και ήλθε η επομένη, η 30ή Μαϊου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ από το ραδιόφωνο το Λονδίνο που μας είπε ότι η Κρήτη εγκατελείφθη πια.
Πρωί πρωί οι Ούννοι με τις εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας, την ηρωική Κρήτη.
Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένιωθα, μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ' αγωνία να βραδιάσει. Επιτέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπίρες, έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες, απ' αυτές που πουλάν τον έρωτά τους στα Προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο. Ακούγαμε από μακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ' αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.
Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.
Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν' ατσαλώνομε. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας...
Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό.
Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφαλώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.
Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.
Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουριασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.
Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ' αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.
"Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε", σκέφτηκα.
Κατεβήκαμε απ' το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.
Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.
Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.
Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού εξήτασαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εξετέλεσαν. Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης... Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι' αυτό.
Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένιωθα εκείνες τις ημέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τους Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πολέμου της Αντίστασης. Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει, να περπατάει με ψηλά το κεφάλι, ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι...
Κι έτσι αρχίσαμε...
Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι έναν άλλο φίλο μου. Μα, ύστερα από προδοσία, μας έπιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφτηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, όλα θα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν, ευτυχώς.
Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές, όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (ξύλο ανηλεές, σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν, όταν βγήκαμε, τον Απρίλιο του 1942, ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε, να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.
Μόλις βγήκα απ' τη φυλακή, οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές, από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο, κ.λπ.
Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα, πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκα στην περιοχή Στερεάς Ελλάδας.
Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές και κανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ' την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος. Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην Αντίσταση του λαού μας, εν ολίγοις. Αλλά τι είναι αυτά μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο ελληνικός λαός στα τέσσερα αυτά χρόνια της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας; Κάθε πέτρα και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη απάνω μιαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για τη λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "Θάνατος στο φασισμό!!!". Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες αχολογούν ακόμα απ' τις κλαγγές των όπλων κι απ' τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμη, απ' αυτό που έπεφτε καυτό απάνω στις γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε, αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από πού να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!
Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά."

Αφήγηση του Λάκη Σάντα στον Ηλία Πετρόπουλο.

Saturday, January 29, 2011

Andrei Rublyov

Andrei Rublyov (Russian: Андре́й Рублёв, born in the 1360s, died January 29, 1430) is considered to be the greatest medieval Russian painter of Orthodox icons and frescoes.
The only work authenticated as entirely his is the icon of the Trinity, ca. 1410, currently in the Tretyakov Gallery, Moscow. It is based upon an earlier icon known as the "Hospitality of Abraham". Rublyov removed the figures of Abraham and Sarah from the scene, and through a subtle use of composition and symbolism changed the subject to focus on the Mystery of the Trinity.

In Rublyov's art, two traditions are combined: the highest asceticism and the classic harmony of Byzantine mannerism. The characters of his paintings are always peaceful and calm. After some time his art came to be perceived as the ideal of Church painting and of Orthodox iconography.
Andrei Rublyov was canonized a saint in 1988 by the Russian Orthodox Church. The church celebrates his feast day on January 29.
In 1966, Andrei Tarkovsky made his celebrated film "Andrei Rublyov" loosely based on the artist's life, which shows him as "a world-historic figure" and "Christianity as an axiom of Russia's historical identity" during a turbulent period in the history of Russia.

Thursday, December 16, 2010

16 Dec 1928: Birthday of Philip K. Dick


"Everything is true", he said. "Everything anybody has ever thought".
Philip K. Dick 
[Do Androids Dream of Electric Sheep?, 1968; aka Blade Runner, directed by Ridley Scott, 1982]
Ridley Scott's Blade Runner opening (1982)

Thursday, June 10, 2010

Tarkovsky

Angels Landing, Utah (USA) / © I.A. Daglis

Andrei Tarkovsky is my favourite filmmaker...I have seen all of his films over and over again...They are long poems, hypnotic in their slowness, and pervaded with spirituality.

Francois Couturier [Nostalghia – Song for Tarkovsky, 2006]

Wednesday, April 28, 2010

Mars

Mars West Valley Panorama by NASA'S Mars Exploration Rover Spirit
- But I've never even been to Mars!!!
Quaid, in Total Recall (Paul Verhoeven, 1990)

Sunday, April 25, 2010

Θέλεις υγιής γενέσθαι;

Milla Jovovich in Resident Evil "curing" an infected person

Ο Ιησούς προσέρχεται στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά. Σ’ ένα τόπο θαυματουργικό. Οι ασθενείς προσέρχονται και περιμένουν την κίνηση των υδάτων από τον άγγελο για τη θαυματουργική θεραπεία τους. Εκεί ευρίσκεται και κάποιος άνθρωπος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κατάκοιτος. Ο Ιησούς «γνους ότι πολύν χρόνον έχει, λέγει αυτώ: Θέλεις υγιής γενέσθαι;» (Ιωάν. ε' 1-15).
Ο Ιησούς διατυπώνει μια α-νόητη εκ πρώτης όψεως, επιφανειακής προσέγγισης ερώτηση.
Τι να σημαίνει η ερώτηση αν ο παράλυτος θέλει να γίνει καλά; Υπάρχει περίπτωση να μη θέλει; Ο λαός συνηθίζει να λέει: «και ποιος άρρωστος δε θέλει την υγειά του;»
Επομένως θα μπορούσε να εδραιωθεί μια «αυτονόητη» ανάγκη για θεραπεία του παραλυτικού και να προχωρήσει στη θεραπεία του.
Πρόκειται για κάποιο ρητορικό ερώτημα που θα αναδείξει τη δύναμη του Χριστού και θα την φανερώσει στους παρευρισκόμενους; Ή πρόκειται για ένα ουσιαστικό ερώτημα που θέτει το πλαίσιο της θεραπείας;
Ο πόνος, τα προβλήματα και τα αρνητικά στοιχεία, που συνυπάρχουν και διαμορφώνουν την ασθένεια, έχουν πολλάκις περιγραφεί.
Η ασθένεια, όμως, περικλείει και κάποια δευτερογενή οφέλη που δεν είναι ευκόλως αναγνωρίσιμα και που η απώλειά τους δεν είναι επιθυμητή από τον ασθενή. Το κόστος που απαιτείται για τη θεραπεία δεν είναι πάντα συγγνωστό. Δεν αρκεί η δυσαρέσκεια από την κατάσταση της ασθένειας. Απαιτείται και η επιθυμία για τη νέα κατάσταση, που σημαίνει την ανάληψη όχι μόνο των πλεονεκτημάτων της ελευθερίας που περιέχει η υγεία, αλλά και την παραίτηση από την προστασία που περικλείει η νόσος.
Κανείς δεν χαρίζεται σε έναν υγιή, όπως σε έναν ασθενή.
Πολλοί είναι αυτοί που βρίσκουν προτιμότερη την κατάσταση του αδύναμου αρρώστου και επιθυμούν την επαναφορά των πλεονεκτημάτων της αδύνατης στάσης….
Η θεραπεία λοιπόν έχει κόστος, γιατί προϋποθέτει τη συνολική αλλαγή πλεύσης του όλου ανθρώπου.
Η παραμονή ενός ανθρώπου στη χρόνια νόσο οδηγεί στην ταύτισή του μ’ αυτή την κατάσταση, έστω κι αν αυτό τον κάνει να διαμαρτύρεται. Η ανατροπή της ασθένειας δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς την ανατροπή της εσωτερικής δομής του ασθενή. Η ανατροπή αυτή είναι μια διεργασία που απαιτεί ενεργητική και πλήρη συμμετοχή. Ο θεραπευτής μπορεί βέβαια να εμπνεύσει την επιθυμία του ασθενή προς την κατεύθυνση της υγείας και να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις του, αλλά δεν μπορεί να μη σεβαστεί την ελευθερία των όποιων επιλογών του.

Δημήτρης Καραγιάννης [Ρωγμές και Αγγίγματα, 2005]


 Στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά

Tuesday, January 5, 2010

Reality?

"Pointing out" / © I.A. Daglis       

What is real? How do you define real? If you're talking about what you can hear, what you can smell, taste and feel, then "real" is simply electrical signals interpreted by your brain.

Morpheus in The Matrix (a film written and directed by Andy and Larry Wachowski, 1999)

Thursday, November 12, 2009

Path

Okochi-Sanso, Arashiyama, Kyoto / © I.A. Daglis


There's a difference between knowing the path and walking the path.

Andy Wachowski and Larry Wachowski (The Matrix, 1999)
Thanks to Alex for the journey

Saturday, October 17, 2009

inhuman


Rick Deckard, retiring a replicant in Blade Runner



I hate politics and the belief in politics, because it makes one arrogant, doctrinaire, stubborn and inhuman.


Thomas Mann [Reflections of a non-political Man (Betrachtungen eines Unpolitischen), 1918]

Thursday, June 18, 2009

Wednesday, May 20, 2009

I've seen things

Artwork: John Berkey


I've seen things you people wouldn't believe. Attack ships on fire off the shoulders of Orion. I watched C-Beams glitter in the dark near the Tannhauser gate. All those moments will be lost in time, like tears in rain. Time to die.


Replicant Roy Batty, in Blade Runner (Ridley Scott, 1982)