Córdoba. Lejana y sola. Jaca negra, luna grande, y aceitunas en mi alforja. Aunque sepa los caminos yo nunca llegaré a Córdoba. Por el llano, por el viento, jaca negra, luna roja. La muerte me está mirando desde las torres de Córdoba. ¡Ay qué camino tan largo! ¡Ay mi jaca valerosa! ¡Ay que la muerte me espera, antes de llegar a Córdoba!
Federico García Lorca (5 June 1898 – 19 August 1936)
Κόρδοβα μακρινή και μόνη
Φοραδίτσα μαύρη
φεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου
Αν και ξέρω τους δρόμους
ποτέ δε θα φτάσω
στην Κόρδοβα
Κόρδοβα μακρινή και μόνη
Απ΄ τον κάμπο απ΄ τον άνεμο
φοραδίτσα μαύρη
φεγγάρι κόκκινο
Με κοιτάζει ο θάνατος
από τους πύργους
της Κόρδοβα
Άι τι δρόμος μακρύς
άξια μου φοραδίτσα
Άι ο θάνατος με καρτερεί
προτού εγώ να φτάσω
στην Κόρδοβα
(μετάφραση Δημήτρη Αποστολάκη)
και το υπέροχο τραγούδι σε μελοποίηση Δημήτρη Αποστολάκη:
Στη μνήμη του πατέρα μου, που σήμερα θα έκλεινε τα 94, αν ζούσε ακόμη. Στη μνήμη και προς τιμή όλων των εργατών που έχτισαν και χτίζουν την ευμάρεια των κρατών, των κλεπτοκρατών και των ολιγαρχών κάθε απόχρωσης.
Η φάμπρικα - Λάκης Χαλκιάς(video)
Η φάμπρικα δεν σταματά, δουλεύει νύχτα - μέρα και πώς τον λεν' τον διπλανό και τον τρελό τον Ιταλό να τους ρωτήσω δεν μπορώ, ούτε να πάρω αέρα.
Δουλεύω μπρος στη μηχανή, στη βάρδια δύο - δέκα κι από την πρώτη τη στιγμή μου στείλανε τον ελεγκτή να μου πετάξει στο αυτί δυό λόγια νέτα - σκέτα.
Άκουσε φίλε εμιγκρέ, ο χρόνος είναι χρήμα με τους εργάτες μη μιλάς, την ώρα σου να την κρατάς τον γιό σου μην τον λησμονάς, πεινάει κι είναι κρίμα
Κι έτσι στο πόστο μου σκυφτός, κρατάω τη μιλιά μου είμαι το νούμερο οχτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό κι εγώ κρατάω μυστικό ποιο είναι τ' όνομά μου!
What do I do With all the children's clothes? Such tiny things That still smell of them And the footprints In the hallway Onto my knees Scrub them away
Steve Wilson, Routine (2015)
Steve Wilson, Routine
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί – Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια. Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι. Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα, εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του. Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας, πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια, ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω. Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα, τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους, κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο, υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα. Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους. Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της, χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη, χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της – ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε. Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει, φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη. Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη. Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη; Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν, την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε, μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει. Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε. Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια, κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια, μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι, περιμένεις να σου χαμογελάσουμε.
Just like comfort food, there are "comfort songs" - i.e., songs that provide a nostalgic or sentimental value. For me, this Jethro Tull song from 1970 (!!) is very much such a comfort song!
Ο καθένας θυμάται κάτι διαφορετικό από την αριστουργηματική Λιλιπούπολη. Η δική μου αδυναμία ήταν και παραμένει ο καταπληκτικός χορός των μπιζελιών. Από κοντά βέβαια η τρυφερή Ροζαλία, η οικολογική Σιδερομάσα, και όλα τα υπόλοιπα απίθανα τραγούδια ...
Ο χορός των μπιζελιών - YouTube
Η εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» μεταδιδόταν από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ από τις 19 Δεκεμβρίου του 1977 μέχρι τις 6 Μαΐου του 1980.
Μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε για κακό γούστο, τέτοιες μέρες. Αλλά ακριβώς τέτοιες μέρες, που αρχίζει ένας - συμβατικά - νέος κύκλος, ας αναλογιστούμε ποιο είναι το πολυτιμότερο αγαθό, μαζί με την υγεία μας, και αναντικατάστατο ("ο πολυτιμότερος πόρος"): ο χρόνος. Ας τιμούμε τον χρόνο μας, κι ας μην τον ξοδεύουμε ασυλλόγιστα. Παραθέτω και ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι για το θέμα:
Ticking away the moments that make up a dull day Fritter and waste the hours in an offhand way Kicking around on a piece of ground in your hometown Waiting for someone or something to show you the way Tired of lying in the sunshine, staying home to watch the rain You are young and life is long, and there is time to kill today And then one day you find ten years have got behind you No one told you when to run, you missed the starting gun And you run, and you run to catch up with the sun but it's sinking Racing around to come up behind you again The sun is the same in a relative way but you're older Shorter of breath and one day closer to death Every year is getting shorter, never seem to find the time Plans that either come to naught or half a page of scribbled lines Hanging on in quiet desperation is the English way The time is gone, the song is over, thought I'd something more to say.
Remembering John Lennon, 40 years from his assassination
Let me take you down, 'cause I'm going to strawberry fields. Nothing is real and nothing to get hungabout. Strawberry fields forever.
Living is easy with eyes closed, misunderstanding all you see. It's getting hard to be someone but it all works out, it doesn't matter much to me. Let me take you down, 'cause I'm going to strawberry fields. Nothing is real and nothing to get hungabout. Strawberry fields forever.
No one I think is in my tree, I mean it must be high or low. That is you can't you know tune in but it's all right, that is I think it's not too bad. Let me take you down, 'cause I'm going to strawberry fields. Nothing is real and nothing to get hungabout. Strawberry fields forever.
Always, no sometimes, think it's me, but you know I know when it's a dream. I think I know I mean a 'yes' but it's all wrong, that is I think I disagree. Let me take you down, 'cause I'm going to strawberry fields. Nothing is real and nothing to get hungabout. Strawberry fields forever. Strawberry fields forever.
Words are very unnecessary ... Feelings are intense Words are trivial Pleasures remain So does the pain Words are meaningless And forgettable ... Martin Gore [Enjoy the silence, 1990]
I'm dreaming of a white Christmas Just like the ones I used to know Where the treetops glisten and children listen To hear sleigh bells in the snow I'm dreaming of a white Christmas With every Christmas card I write May your days be merry and bright And may all your Christmases be white White Christmas, Irving Berlin (1942)
Breathe, breathe in the air Don't be afraid to care Leave but don't leave me Look around and choose your own ground Long you live and high you fly And smiles you'll give and tears you'll cry And all you touch and all you see Is all your life will ever be Roger Waters [Breathe]
Insomnie, impalpable Bête ! N’as-tu d’amour que dans la tête ? Pour venir te pâmer à voir, Sous ton mauvais oeil, l’homme mordre Ses draps, et dans l’ennui se tordre !… Sous ton oeil de diamant noir. Dis : pourquoi, durant la nuit blanche, Pluvieuse comme un dimanche, Venir nous lécher comme un chien : Espérance ou Regret qui veille. À notre palpitante oreille Parler bas… et ne dire rien ? Pourquoi, sur notre gorge aride, Toujours pencher ta coupe vide Et nous laisser le cou tendu, Tantales, soiffeurs de chimère : – Philtre amoureux ou lie amère Fraîche rosée ou plomb fondu ! Insomnie, es-tu donc pas belle ?… Eh pourquoi, lubrique pucelle, Nous étreindre entre tes genoux ? Pourquoi râler sur notre bouche, Pourquoi défaire notre couche, Et… ne pas coucher avec nous ? Pourquoi, Belle-de-nuit impure, Ce masque noir sur ta figure ?… – Pour intriguer les songes d’or ?… N’es-tu pas l’amour dans l’espace, Souffle de Messaline lasse, Mais pas rassasiée encor ! Insomnie, es-tu l’Hystérie… Es-tu l’orgue de barbarie Qui moud l’Hosannah des Élus ?… – Ou n’es-tu pas l’éternel plectre, Sur les nerfs des damnés-de-lettre, Râclant leurs vers – qu’eux seuls ont lus. Insomnie, es-tu l’âne en peine De Buridan – ou le phalène De l’enfer ? – Ton baiser de feu Laisse un goût froidi de fer rouge… Oh ! viens te poser dans mon bouge !… Nous dormirons ensemble un peu. Tristan Corbiere [Insomnie]
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Αγρύπνια
Insomnia, impalpable Creature! Is all your love in your head That you come and are ravished to see Beneath your evil eye man gnaw His sheets and twist himself with spleen, Beneath your black diamond eye? Tell me: why, during the sleepless night, Rainy like a Sunday, So you come and lick us like a dog? Hope or regret that keeps watch, Why, in our throbbing ear Do you speak low … and say nothing? Why to our parched throat Do you always tilt your empty cup And leave us stretching our neck, Tantaluses, thirsters for chimeras– Amorous philter or bitter dregs, Cool dew or melted lead! Insomnia, aren’t you beautiful? … Well, why, lascivious virgin, Do you squeeze us between your knees? Why do you moan on our lips, Why do you unmake our bed, And … not go to bed with us? Why, impure night-blooming beauty, That black mask on your face? … To fill the golden dreams with intrigue? … The breath of Messaline weary But still not satisfied? Insomnia, are you Hysteria? … Are you the barrel organ Which grinds out the hosanna of the elect? … Or aren’t you the eternal plectrum On the nerves of the damned-of-letters Scraping out their verses — which only they have read? Insomnia, are you the troubled donkey Of Buridan — or the firefly Of hell? — Your kiss of fire Leaves a chilled taste of red-hot iron … Oh, come perch in my hovel! … We will sleep together a while. (translated by Kenneth Koch and Georges Guy)
Crawl into your arms Become the night forever Coiled and close, the moment froze Deform to form a star Here on earth together Steve Wilson [Deform to form a star, 2011]