Showing posts with label Poetry. Show all posts
Showing posts with label Poetry. Show all posts

Tuesday, August 19, 2025

στη θάλασσα



Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα


Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ

Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ


Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα (1971)

 

Cordoba

 

Mosque of Cordoba


Córdoba.
Lejana y sola.
Jaca negra, luna grande,
y aceitunas en mi alforja.
Aunque sepa los caminos
yo nunca llegaré a Córdoba.
Por el llano, por el viento,
jaca negra, luna roja.
La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.
¡Ay qué camino tan largo!
¡Ay mi jaca valerosa!
¡Ay que la muerte me espera,
antes de llegar a Córdoba!

Federico García Lorca (5 June 1898 – 19 August 1936)


Κόρδοβα μακρινή και μόνη
Φοραδίτσα μαύρη
φεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου
Αν και ξέρω τους δρόμους
ποτέ δε θα φτάσω
στην Κόρδοβα

Κόρδοβα μακρινή και μόνη
Απ΄ τον κάμπο απ΄ τον άνεμο
φοραδίτσα μαύρη
φεγγάρι κόκκινο
Με κοιτάζει ο θάνατος
από τους πύργους
της Κόρδοβα

Άι τι δρόμος μακρύς
άξια μου φοραδίτσα
Άι ο θάνατος με καρτερεί
προτού εγώ να φτάσω
στην Κόρδοβα

(μετάφραση Δημήτρη Αποστολάκη)

και το υπέροχο τραγούδι σε μελοποίηση Δημήτρη Αποστολάκη:

Video
Κόρδοβα - Χαΐνηδες


Thursday, March 13, 2025

Fire and ice


Some say the world will end in fire,

Some say in ice.

From what I’ve tasted of desire

I hold with those who favor fire.

But if it had to perish twice,

I think I know enough of hate

To know that for destruction ice

Is also great

And would suffice.

Robert Frost [Fire and Ice, 1920]


some information on the poem:

https://en.wikipedia.org/wiki/Fire_and_Ice_(poem)


Video "Ice Dreams"


Friday, April 19, 2024

Love will find a way

 


Love will find a way through paths where wolves fear to prey.

Lord Byron (George Gordon Byron, 6th Baron Byron)

200 years from his death in Mesolongi, Greece


Wednesday, February 28, 2024

τα νεκρά παιδιά


 
What do I do
With all the children's clothes?
Such tiny things
That still smell of them

And the footprints
In the hallway
Onto my knees
Scrub them away

Steve Wilson, Routine (2015)


Steve Wilson, Routine


Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.
Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε.

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα της απουσίας (1957)

Saturday, February 17, 2024

you must change your life

 


... da ist keine Stelle, die dich nicht sieht. Du mußt dein Leben ändern.

... it has no part that hasn't been watching you. You must change your life.

... μέρη δεν υπάρχουν για να κρυφτείς. Πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου.

Archaïscher Torso Apollos
Rainer Maria Rilke (1875-1926)

Monday, October 30, 2023

πλάι σου


Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,

θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988)

Friday, September 1, 2023

οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου
 

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης [ο Δεκέμβρης του 1903]

Σωκράτης Μάλαμας - Δεκέμβρης 1903

And if I cannot speak about my love—
if I do not talk about your hair, your lips, your eyes,
still your face that I keep within my heart,
the sound of your voice that I keep within my mind,
the days of September that rise in my dreams,
give shape and color to my words, my sentences,
whatever theme I touch, whatever thought I utter. 

C.P. Cavafy [December, 1903] - translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard


Saturday, March 25, 2023

για τους νεκρούς μας και την κληρονομιά τους


 Πίνακας Χρήστου Μποκόρου


Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των πεθαμένων

εμείς καθόμαστε τα βράδια

και ζωγραφίζουμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.


Τάσος Λειβαδίτης


Monday, February 27, 2023

Γκρεμιστής


Για τα 80 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, 
ένα όχι πολύ γνωστό ποίημά του 
(και στο τέλος τραγουδισμένο από τα Υπόγεια Ρεύματα) 


Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρvησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάvυχτα τρέμει εvός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της vυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάvτα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης.
του μακρεμένου αγvαvτευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης

και με το καριoφίλι μου και με τ’ απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Kάλλιo φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιo ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανoίχτε, τάφοι,

και, δυvαμίτη, βρόvτηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοvτας και σε vαούς το Ψέμα.
Τωv πρωτογέvvητωv καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξαvάρχεται. Καλώς να ‘ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίvεται καvείς, και πάει κι όλο προσμέvει
το λόγο που δεν έρχετα, και μια vτροπή το δένει.

Μα το τσεκούρι μοvαχά στο χέρι σαv κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και vιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές v’ αvοίξω,
και μ’ ενα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροvτήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε.
Γρικάω, βγαίvει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!


Υπόγεια Ρεύματα - Ο γκρεμιστής


Saturday, December 31, 2022

δύο ήλιοι μαζί

 

Ανατολή ήλιου στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό


...Νά γίνει τό ὄνειρο:

Ν’ ἀνατείλουν δυό ἥλιοι μαζί στό στερέωμα. Ὁ ἕνας τους

μές ἀπ’ τήν ἄβυσσο τοῦ διαστήματος ὅπως πάντα, 

κι ὁ δεύτερος

μές ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἄβυσσο…

Ἄς ζητήσουμε λίγα ἀπό τό νέο χρόνο. Τήν καλή αντάμωση μόνο.

Ευχές.

[Χειρόγραφη κάρτα του Νικηφόρου Βρεττάκου για την Πρωτοχρονιά 1974]


Friday, April 29, 2022

Waiting for the barbarians

Manuscript of the poem “Waiting for the Barbarians” on both sides of a ruled sheet.
Notes in English in the margin. From the Onassis Cavafy Archive.
 


What are we waiting for, assembled in the forum?

      The barbarians are due here today.

Why isn’t anything going on in the senate?
Why are the senators sitting there without legislating?

      Because the barbarians are coming today.
      What’s the point of senators making laws now?
      Once the barbarians are here, they’ll do the legislating.


Why did our emperor get up so early,
and why is he sitting enthroned at the city’s main gate,
in state, wearing the crown?

      Because the barbarians are coming today
      and the emperor’s waiting to receive their leader.
      He’s even got a scroll to give him,
      loaded with titles, with imposing names.


Why have our two consuls and praetors come out today
wearing their embroidered, their scarlet togas?
Why have they put on bracelets with so many amethysts,
rings sparkling with magnificent emeralds?
Why are they carrying elegant canes
beautifully worked in silver and gold?

      Because the barbarians are coming today
      and things like that dazzle the barbarians.


Why don’t our distinguished orators turn up as usual
to make their speeches, say what they have to say?

      Because the barbarians are coming today
      and they’re bored by rhetoric and public speaking.


Why this sudden bewilderment, this confusion?
(How serious people’s faces have become.)
Why are the streets and squares emptying so rapidly,
everyone going home lost in thought?

      Because night has fallen and the barbarians haven't come.
      And some of our men just in from the border say
      there are no barbarians any longer.

Now what’s going to happen to us without barbarians?
Those people were a kind of solution.

 
Constantine P. Cavafy, "Waiting for the Barbarians" (1900) - translated by Edmund Keeley
 
Constantine Cavafy, the most distinguished Greek poet of the 20th century, was born on April 29, 1863 and died on April 29, 1933.

Sunday, April 24, 2022

Αναστάσεως ημέρα

 

Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς· Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει, καὶ οὕτω βοήσωμεν· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.



Θάνατος είναι ο φόβος που σου λέει δεν μπορείς, δεν αντέχεις δεν αξίζεις.
Ανάσταση είναι ο Χριστός που σου φωνάζει, μπορείς, αξίζεις, γίνεται να τα καταφέρεις.
Θάνατος είναι η απειλή της απελπισίας που σου λέει έως εδώ, τέλος.
Ανάσταση είναι ο Χριστός που σου λέει τίποτε δεν τελείωσε, όλα μπορούν να αρχίσουν πάλι, είσαι αιώνιος.
Θάνατος είναι η άρνηση της ζωής. Η καθημερινή δολοφονία των στιγμών μας.
Ανάσταση είναι ο Χριστός που χαρίζει άφθονη ζωή, φως και χαρά, μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη για ότι ζούμε, ότι λαμβάνουμε, ότι υπάρχει τώρα και αιώνια.
Θάνατος είναι ο φόβος να είμαστε ο εαυτός μας.
Ανάσταση είναι να συνδεθούμε με εκείνο που θέλησε ο Θεός να είμαστε και να γίνουμε.
Θάνατος είναι ο φόβος να ζήσουμε γιατί μπορεί να πονέσουμε.
Ανάσταση είναι ο Χριστός που σου λέει ότι κάθε Σταυρός μπορεί να γίνει Φως, κάθε τραύμα θαύμα.
Ζήσε σαν να μην υπάρχει θάνατος.
Ζήσε προτού πεθάνεις για να μην πεθάνεις όταν πεθάνεις.
Λέγε θα ζήσω κι ας νιώθεις ότι «πεθαίνεις», είσαι αιώνιος.
Φοβάσαι τον θάνατο γιατί δεν γνωρίζεις την Ανάσταση.
Φοβάσαι τον θάνατο γιατί τρέμεις την ζωή.
Φοβάσαι τον θάνατο γιατί δεν ζεις εσύ.
Επίτρεψε στο Θεό να ονειρευτεί μέσα σου νίκες και Αναστάσεις.
Επίτρεψε στο Θεό να σε βγάλει από το μνήμα των φόβων σου, να αναστήσει τις επιθυμίες της καρδιάς σου.
Πίστεψε ότι μπορείς, αξίζεις και θέλεις να γευτείς την Χαρά της Ανάστασης.

π. Λίβυος

Friday, April 22, 2022

Μεγάλη Παρασκευή

 


Κι ἄν ἀκόμη δέν ἤξερα (ἄν
μοῦ ἦταν ἀόρατος)
Θά μού ‘φτανε μόνον
ἕνα λουλούδι
νά μαντέψω ὅτι κάποιος
ἥλιος ὑπάρχει
ψηλά στό στερέωμα.

Νικηφόρος Βρεττάκος [Επιφανής Μαρτυρία]

Thursday, April 21, 2022

Μεγάλη Πέμπτη

 

Καρφωμένα στ’ αγριόξυλο του σταυρού,
Σχηματίζουν μι’ αμβλεία γωνία.
Είναι τα ίδια γόνατα που προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω
Απ’ το κόκκινο φουστάνι της μάνας του,
Όταν ήτανε βρέφος δέκα μηνών.
Που αργότερα, έφηβος, τ’ ακούμπαγε κάτω
στη γη πριονίζοντας το ξύλο ενός κέδρου.
Που λύθηκαν κι έπεσαν, ένας σωρός,
-μια νύχτα που η άνοιξη ήταν αβάσταγη
και μύριζε η γης κι ο ουρανός λεμονάνθιστο
Όρος των Ελαιών.
Κι είναι ακόμη τα γόνατα που κάθιζε,
αμίλητος, δυο δυο τα παιδιά κι απλώνοντας
δίπλα του, πάνω στη γη, το απέραντο χέρι
του, τα φίλευεν ένα λουλουδάκι κομμένο
απ’ τον πλούτο του σύμπαντος.

Νικηφόρος Βρεττάκος [Τα γόνατα του Ιησού]

Tuesday, January 11, 2022

Farewell

 

 Vincent Willem van Gogh
Wheat Field Behind Saint-Paul Hospital with a Reaper (1889)

 

Si muero,
dejad el balcón abierto.

El niño come naranjas.
(Desde mi balcón lo veo).

El segador siega el trigo.
(Desde mi balcón lo siento).

¡Si muero,
dejad el balcón abierto!

Federico García Lorca, Despedida, in Canciones (1921-1924)



If I die,
Leave the balcony open.

The boy is eating oranges.
(From my balcony I hear him.)

The reaper scythes the wheat.
(From my balcony I feel it.)

If I die,
Leave the balcony open!

Federico García Lorca, Farewell, in Songs (1921-1924)

Tuesday, November 23, 2021

drunk

Garden of earthly delights - Hieronymus Bosch (1450-1516)

You have to be always drunk. That's all there is to it—it's the only way. So as not to feel the horrible burden of time that breaks your back and bends you to the earth, you have to be continually drunk.
But on what? Wine, poetry or virtue, as you wish. But be drunk.
And if sometimes, on the steps of a palace or the green grass of a ditch, in the mournful solitude of your room, you wake again, drunkenness already diminishing or gone, ask the wind, the wave, the star, the bird, the clock, everything that is flying, everything that is groaning, everything that is rolling, everything that is singing, everything that is speaking. . .ask what time it is and wind, wave, star, bird, clock will answer you: "It is time to be drunk! So as not to be the martyred slaves of time, be drunk, be continually drunk! On wine, on poetry or on virtue as you wish."

Charles Baudelaire (1821-1867)

Thursday, September 23, 2021

life and love

 

 Ivy heart, Ryoan-ji, 2013

To feel the love of people whom we love 

is a fire that feeds our life

 

Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto 

(aka Pablo Neruda, Nobel Prize for Literature in 1971, 

died on 23 September 1973)

Friday, January 1, 2021

New Year

Anna in snow, Kanazawa 2017

 

... for last year's words belong to last year's language 

and next year's words await another voice ...


Thomas Stearns Eliot, Four Quartets - Little Gidding (1942)
 

Tuesday, August 11, 2020

Ντίνος Χριστιανόπουλος

bar / © samiamidi


Ατάκτως ερριμμένα εις μνήμην Ντίνου Χριστιανόπουλου


καημένε Μακρυγιάννη να 'ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα


και τί δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος


αν δεν μπορείς να χτίσεις
μπορείς να σκάψεις 
αν δεν μπορείς να γίνεις
μπορείς να είσαι


Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα


Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει


Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.



Ντίνος Χριστιανόπουλος (Κωνσταντίνος Δημητριάδης) 20 Μαρτίου 1931 - 11 Αυγούστου 2020