Showing posts with label Traditions. Show all posts
Showing posts with label Traditions. Show all posts

Monday, March 15, 2021

Καθαρή Δευτέρα


 

Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντριά. Κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο εκείνο το θλιβερό συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη μεγάλη σαρακοστή και με το σκολειό. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβύθια, κουκιά, φακή και λαχανικά και να νηστεύουμε και το λάδι τα τετραδοπαράσκευα!

Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων το κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ’ αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί αυτό λογίζονταν αμαρτία! Κι όταν ακόμα το ‘φερνε ο λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι, ή-θεός φυλάξοι!- το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς» π. χ «ζυγιάσαμε το τυρί -μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς-και βγήκε δέκα οκάδες».

Μια μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα, ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της.

Αλλ’ ήρθα λίγο λίγο στον εαυτό μου, πείστηκα ότι δεν ήταν ψέμα κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες ακτίνες πόμπαιναν από τις χαραμάδες των κλεισμένων παραθυριών του δωματίου μου ήταν της Καθαρής Δευτέρας. Θυμήθηκα περίλυπος ότι την περασμένη βραδιά είχαμε τυρινή αποκριά. Θυμήθηκα ότι είχαμε φάει κουλιάστρα, αυγά, τηγανισμένα, τυρί, ομορφοφκιασμένη αυγοτυρόπιτα, ψάρια, χέλια και θυμήθηκα ότι ύστερα απ’ το δείπνο είχαμε τραγουδήσει και χορέψει…

Όλα αυτά τα’ αναθυμήματα περνούσαν απ’ τη φαντασία μου σαν εικόνες φωτόλουστες, χαρωπές, όμορφες, γεμάτες τέρψη και ευθυμία, η μία πίσω από την άλλη, σαν κύμα που διδάχεται το κύμα, αλλ’ η Καθαρή Δευτέρα, γριά ψηλή, σεμνή, ασπροντυμένη και κατακάθαρη, σκυθρωπή, μ’ αυστηρό πρόσωπο και κάτασπρο φακιόλι, παρουσιάστηκε στη στιγμή μπροστά μου και μόσβησε όλες εκείνες τις όμορφες τερπνές εικόνες και με φοβέριζε μ’ ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια της, απαράλλαχτη όπως μου την είχε παραστήσει η μάνα μου άλλες χρονιές, όταν ήθελα να φάγω πίτα ανήμερα.

– Πεινώ μάνα! Είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό. 

– Άνοιξε την άρκλα, μου είπε και πάρε ψωμάκι και φάε!

– Δεν έχεις τίποτε προσφάγι; ρώτησα με δακρυσμένα μάτια. 

– Σήμερα παιδί μου προσφάγι; μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενευόταν που της ζητούσα προσφάγι. Προσφάγι τρήμερο μέρα;

– Αλλά δεν τρων σήμερα τίποτε άλλο εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα.

– Τίποτε, τίποτε! μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά. 

– Κανένα σύκο, καμιά σταφίδα να φάγω για προσφάγι;

 – Σύκο, σταφίδα, τι λές μοναχέ μ’ κι ακριβέ μ’;

– Σήμερα τρήμερο Καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί, αλλά μονάχα ψωμί και νερό και τίποτε, τίποτε άλλο!

– Πώς να κάνω, της είπα που εγώ θέλω και προσφάγι; Ελιές δεν κάνει να φάω;

 – Μπα! μπα! μπα! Ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ' ανάβαλμά τους μόνο. Το λάδι δε βγαίνει απ’ τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές» έφτυσε, για να ξεπλύνη το στόμα της να μη μαγαρίση.

– Πώς να κάνω της ξαναείπα,που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι;

Κι αυτή κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξεφορτωθεί:

– Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρης περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας. 

Κι αναφέροντας τα περικαυγά ξανάφτυσε.

– Και τρων περδικαύγα μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα.

– Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρης, να μου τα φέρεις να στα ψήσω να τα φας.

– Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα.

– Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή… βούτυρο.

– Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα!

– Ας είναι και ψημένα… είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ’ είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια;

– Και καλύτερα ακόμη.

– Δεν μου το’ λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυρρανιέμαι;

Και λέγοντας αυτά, ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάω στην πλαγιά μόνος μου. Αλλά δεν μου ’ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ’χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου τον Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω:

– Γιάννη! Γιάννη!

– Όρσε! μου απολογήθηκε εκείνος με ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι.

– Έλα γρήγορα που σου λέω. Του πρόσταξα.

Βγήκε ο Γιάννης στον δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα το ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο μ’ αγκάθια.

– Τι με θέλεις; Μου ξαναείπε βγαίνοντας.

– Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, κι άιντε μας να πάμε πλαγινά να μαζέψουμε περδικαύγα.

– Τι να τα κάνωμε τα περδικαύγα; Με ρώτησε εκείνος.

– Τι να τα κάνωμε; του είπα. Να τα φάμε!

– Και τρων αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος.

– Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα. Μου το’ πε η μάνα μου!

Η μάνα μου ήταν η πολύξερη του χωριού μας  και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα… Όλα τα’ άλλα τά ‘ξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα, κι απ’τους πλειότερους άντρες ακόμα… Ήξερε τις γιορτές, ποιες είναι οι βαριές και ποιες οι αλαφριές, καθώς και ποιες κάνουν και τα γαϊδούρια σκόλη. Ήξερε να ζυγιάζη, ήξερε τις δρύμες, πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Ήξερε πότε είναι η χάση και πότε είναι η πιἀση του φεγγαριού. Ήξερε πότε ήταν δισεχτιά και είχε ο Φλεβάρης εικοσιεννιά μέρες και πότε εικοσιοχτώ. Ήξερε ποια τετραδοπαρασκευή αρταίνονται και ποια σαρακοστεύουν. Ήξερε πότε ανοίγει το Τριώδι και πότε είναι η μεγάλη Πασκαλιά, λογαριάζοντας τη γιόμωση του φεγγαριού, και ποιοι μήνες έχουν τριάντα και ποιοι τριάντα μια. Ήξερε τέλος πάντων πολλά κι άμα τα’ἀκουσε ο φίκλος μου ο Γιάννης ότι το ‘χε πει η μάνα μου ότι τρων περδικαύγα την Καθαροδευτέρα, θυμήθηκε ότι του το ‘χε πει κι η μάνα του το πρωί, αλλά δεν το πίστεψε, νομίζοντας ότι τον γελούσε. Πέταξε λοιπόν αμέσως το ψωμοκόμματο απ’ τα χέρια του στις κότες πόβοσκαν στη χλόη γύρα μας κι έτρεξε μαζί μου για περδικαύγα.

Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ νας βρούμε περδικοφωλιές με περδικαύγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ’τα προσήλια τους, περδίκια απ’ τις βοσκές τους αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά!

Ψάξαμε όλη τη μέρα χωρίς να βρούμε τίποτε! Μήπως μας είχαν γελάσει οι μάνες μας; Αλλά γιατί να μας γελάσουν; Προπάντων η μάνα δε λέει ποτέ ψέματα κι οι ορμήνειες που μόδινε συχνά ήταν: «μη κλέψης, φονέψης, μη ψευδομαρτυρήσεις.»

Γυρίζοντας, γυρίζοντας όλη μέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί βρεθήκαμε βασίλεμα ηλιού σε μια βαθιά λακιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνωμε για ν’ ανεβούμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια, που ρουφούσε τα σπλάγχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί όχι σταρίσιο αλλά και αραποσίτικο αλλά και καλαμποκίσιο αλλά και κεχρίσιο ακόμα έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, γάλα, ψάρια, κρέας… δεν περνούσαν καθόλου τότε απ’ το νου μας. Ψωμί , ψωμί να λέγονταν κι ας ήταν ό,τι. Πώς να βγάλωμε όμως τον ανήφορο και να φτάσωμε στο χωριό το γληγορότερο για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε να ανηφορέσωμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Έτσι, θέλοντας και μη, αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα στη λακιά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το χωριό. Τι να κάναμε; Να φωνάζαμε απ’ εκεί μέσα; Θα ήταν στα χαμένα… Δεν θα μπορούσε να μας ακούσει κανείς γιατί ερχόταν σαν απίκουπα το χωριό κι οι πιστικοί που θα μπορούσαν να ‘ναι εκεί γύρα, είχαν συμμαζευτεί με την ώρα τους στο χωριό. Δε συλλογιόμαστε την κακομοιριά μας που κιντυνεύαμε να κοιμηθούμε έξω Φλεβάρη μήνα, αλλ’ είχαμε και τη συλλογή του δασκάλου μας του φοβερού και τρομερού παπα-Αντριά, που θα μας ρήμαζε στις βεργιές, αν τύχαινε να ‘ρθη εκείνο το βράδυ στο χωριό και δε μας έβρισκε εκεί. Θα το θεωρούσε αυτό μεγάλη αταξία. Μη μπορώντας όμως να κάνωμε άλλο τίποτε, μαζευτήκαμε σε μιαν απόγωνη σμούλα να περάσωμε εκεί τη νύχτα! Αν είχαμε σπίρτα ή πυροβολκιά, μπορούσαμε να ανάψωμε φωτιά, αλλά πού σπίρτα! Αρχίσαμε να κρυώνωμε. Δοκιμάζω να ψάξω στις τσέπες μου μη βρω κανένα σπίρτο. Ένα σπίρτο έσωζε δύο ζωές εκείνη τη βραδιά! Ψάχνω ψάχνω… Δόξα τω θεώ. Βρίσκω δυο τρία σπίρτα!

– Σπίρτα, Γιάννη! Φωνάζω και στη στιγμή κατορθώσαμε κουτσά κουτσά να μάσωμε στα σκοτεινά μερικά φύλλα και ξερόκλαδα κι ανάψαμε φωτιά! Δόξα σοι ο μεγαλοδύναμος που μας λεημονήθηκε! Και θα ζεσταινόμαστε και τα ισκιώματα και τα κάθε λογής δαιμονικά δε θα ‘χαν ανάκρα να μας ζυγώσουν! Αν είχαμε και κανένα κομμάτι θυμίαμα ή κανένα σπυρί αλάτι, θα ήταν ακόμα καλύτερα για τα δαιμονικά, τις νεράιδες και τις ξωτικές αλλά δεν είχαμε. Η φωτιά μας φάνηκε σαν καλός σύντροφος. Πήραμε θάρρος κι αρχίσαμε να ξεχνούμε λιγάκι την πείνα κι εκεί που γλυκοπυρωνόμαστε ναρκωμένοι από την κούραση και από την πείνα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε για να ‘ρθουν να μας σηκώσουν.

Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζη και να αγριεύη πλειότερο η νύχτα, να σου ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό γκάρισμα γαϊδουριού. Γκάααααρρρρ! Μάλιστα το γνωρίσαμε κι από τη γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν. 

Πιο χαρμόσυνο άγγελμα δε θα μπορούσε να μας γένη σε κείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκότερο κι από λάλημα αηδονιού εκείνο το γκάρισμα. Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους! Βάλαμε την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο αλλά δε μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό. Προχωρούσαμε αγάλια αγάλια κι άναργα λαναργα και σε μια ώρα και πλειότερο φτάσαμε στα πρόθυρα του χωριού. Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στενοχωριόνταν κι έκλαιγαν για μάς κι έτρεχαν  απ’ εδώ κι απ’ εκεί στενοχωριόνταν κι η γειτόνισσά μας για το χαμένο της το γαϊδούρι μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος. Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζη χαρούμενα και μια τσιούπρα που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πεί στα σπίτια μας για να πάρη σχαρίκια. Σε μια στιγμή και πριν φτάσωμε στο μεσοχώρι, έτρεξε όλο το χωριό μ’ αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πως είχαμε χαθεί. Αλλά οι πλειότεροι είχαν την ιδέα πως μας είχαν πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφηκαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα. Μέσα σ’ εκείνη την αναμπομπούλα ένιωσα ότι μ’ είχε αρπάξει κάποιος στη αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας.

– Τι μόγινες σήμερα μονάκριβέ μου;

– Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη.

– Χαλασιά μου και φορτούνα μου παιδάκι μου, τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα, εγώ.

Είχαμε μπεί πια στην αυλή του σπιτιού μας.

– Ψωμί, ψωμί, φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή.

– Ψωμή, μωρή. Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου.

– Ψωμί γρήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί απ’ την πείνα!

Και πριν μπούμε ακόμα στο σπίτι, μου παρουσίασε έναν κόμματο ψωμί η αδερφή μου.

Άρχισα να το καταπίνω. Νόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν!

Όταν άνοιξα τα μάτια, που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου.

– Μάνα… με μέλι το ‘χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;

– Όχι παιδί μου.

– Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό;

– Έτσι είναι μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για κείνους που δεν τρώνε καθόλου όλη την μέρα…

Και μ’ όλα ταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ‘ χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαύγων, που μού ‘χε κάνει εκείνο το πρωί.

Χρήστος Χριστοβασίλης (1861-1937, συγγραφέας και δημοσιογράφος, εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας της Ηπείρου κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα)












Wednesday, January 6, 2021

Τα Φώτα στο Αϊβαλί



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. 

Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς. Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.

Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.

Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι. 

Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. 

Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. 

Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.  

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. 

Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. 

Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. 

Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! 

O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά. 

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. 

Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». 

Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις. 

 Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. 

Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. 

Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. 

Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές. 

Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Φώτης Κόντογλου (Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, 1962)

Wednesday, December 31, 2014

Happy New Year!

 It is traditional in Greece to break a pomegranate on the ground on the New Year's day

And now we welcome the new year. Full of things that have never been.

Rainer Maria Rilke

Monday, September 1, 2014

Σεπτέμβριος

September - Les tres riches heures du Duc de Berry

Τα μουλάρια στον ανήφορο της πέτρας, 
και τα γαϊδουράκια μες στ' αγκάθια, 
ψάθες και μαχαίρια και καλάθια μες στ' αμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα και γόνατα,
στήθια και σαγόνια
μες στο μούστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιές κι ιδρώτας,
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας.

Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί,
να κι η Παναγιά στη δημοσιά,
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντίλια,
να τη η Παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια.

Γιάννης Ρίτσος [Τρύγος, 1972]

Thursday, May 16, 2013

Shenandoah


Oh, Shenandoah,
I long to see you,
Away you rolling river.
Oh Shenandoah,
I long to see you,
Away, I'm bound away,
'cross the wide Missouri.
Oh Shenandoah,
I love your daughter,
Away, you rolling river.
For her I'd cross,
Your roaming waters,
Away, I'm bound away,
'Cross the wide Missouri.
'Tis seven years,
since last I've seen you,
And hear your rolling river.
'Tis seven years,
since last I've seen you,
Away, we're bound away,
Across the wide Missouri.
Oh Shenandoah,
I long to see you,
And hear your rolling river.
Oh Shenandoah,
I long to see you,
Away, we're bound away,
Across the wide Missouri.

Traditional American folk song of uncertain origin, dating at least to the early 19th century
On the occasion of the performance of "Mourning becomes Electra" of Eugene O'Neill at the National Theatre of Greece

Με αφορμή το έργο "Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα" του Γιουτζήν Ο’Νηλ στο Εθνικό Θέατρο (εξαιρετικές ερμηνείες από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και την Μαρία Πρωτόπαππα)












... και με τον Tom Waits ...



Tuesday, February 7, 2012

Charles Dickens

BBC News Magazine
200th birthday of Charles Dickens
Charles Dickens is one of the most important writers of the 19th Century. But his influence goes far beyond just literature. Many of his phrases, characters and ideas have engrained themselves in modern culture...
One of the things Dickens cared about most was those at the bottom. He was one of the first to offer an unflinching look at the underclass and the poverty stricken in Victorian London...



Charles Dickens: Six things he gave the modern world
By Alex Hudson
BBC News Magazine

Saturday, April 16, 2011

Σάββατο του Λαζάρου


Ήτο ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν’ αναπλέψ’ η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων. Αφού έμεινεν επ’ ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν’ αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κ’ έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ’ αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ’ εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Η φόνισσα, 1903]

Thursday, January 6, 2011

Φώτα

Θεοφάνεια / Αντρέι Ρουμπλιόφ

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα ... Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον. Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της, δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τί ήθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες να κάμη ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τί του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια ...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Φώτα Ολόφωτα]

Friday, December 31, 2010

Rapunzel

Ruslana Korshunova / © Elina Kechicheva

Time for tales
Wenn die Zauberin hinein wollte, so stellte sie sich unten hin und rief:
"Rapunzel, Rapunzel,
Laß mir dein Haar herunter!"
Rapunzel hatte lange, prächtige Haare, fein wie gesponnen Gold. Wenn sie nun die Stimme der Zauberin vernahm, so band sie ihre Zöpfe los, wickelte sie oben um einen Fensterhaken, und dann fielen die Haare zwanzig Ellen tief herunter, und die Zauberin stieg daran hinauf.

[When the witch wanted to come in, she stood down below and called out:
"Rapunzel, Rapunzel,
Let down your hair for me."
Rapunzel had beautiful long hair, as fine as spun gold. When she heard the witch's voice, she undid her braids and fastened them to the window latch. They fell to the ground twenty ells down, and the witch climbed up on them.]

Jakob Ludwig Karl Grimm and Wilhelm Karl Grimm [Kinder- und Hausmärchen, 1812-1857]

Saturday, September 11, 2010

Eυφρόσυνος ο μάγειρος - ο προστάτης άγιος των master chef

Ευφρόσυνος ο μάγειρος

11 Σεπτεμβρίου: Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Eυφροσύνου του μαγείρου

Oύτος εγεννήθη από αγροίκους και χωρικούς γονείς. Kαι ανατραφείς με ιδιωτικήν και απαίδευτον ανατροφήν, ύστερον απήλθεν εις Mοναστήριον. Kαι ενδυθείς το μοναχικόν σχήμα, έγινεν υπηρέτης των Mοναχών. Eπειδή δε εκαταγίνετο πάντοτε εις το μαγειρείον ως αγροίκος, εκαταφρονείτο από όλους τους Mοναχούς και επεριπαίζετο. Πλην υπέφερεν ο μακάριος όλας τας καταφρονήσεις με γενναιότητα καρδίας και σύνεσιν, και με ησυχίαν του λογισμού, χωρίς να ταράττεται όλως. Διότι, αγκαλά και ήτον ιδιώτης κατά τον λόγον, όμως δεν ήτον ιδιώτης και κατά την γνώσιν. Kαθώς τούτο θέλει αποδείξει καθαρά το εξής ρηθησόμενον. Eις το Mοναστήριον γαρ εκείνο, οπού ευρίσκετο ο αοίδιμος ούτος Eυφρόσυνος, εκεί ήτον και ένας Iερεύς φίλος του Θεού, όστις επαρακάλει προθύμως διά να του φανερώση ο Θεός τα αγαθά, οπού μέλλουν να απολαύσουν οι αγαπώντες αυτόν.
Mίαν νύκτα λοιπόν, κοιμωμένου του Iερέως, εφάνη εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη μέσα εις ένα περιβόλι, και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκστασιν. Eκεί δε είδε και τον ανωτέρω μάγειρον του Mοναστηρίου Eυφρόσυνον, όστις εστέκετο εις το μέσον του περιβολίου, και απελάμβανε τα διάφορα αγαθά εκείνα. Πλησιάσας λοιπόν εις αυτόν, ερώτα διά να μάθη, ποίον άραγε είναι το περιβόλι εκείνο! και πώς αυτός ευρέθη εις αυτό! O δε Eυφρόσυνος, το περιβόλιον, απεκρίθη, τούτο, είναι η κατοικία των του Θεού εκλεκτών. Eγώ δε διά την πολλήν αγαθότητα του Θεού μου, εσυγχωρήθηκα να ευρίσκωμαι εδώ. Kαι ο Iερεύς του λέγει. Kαι τι άραγε κάμνεις εις τούτο το περιβόλι; O Eυφρόσυνος απεκρίθη. Eγώ εξουσιάζωντας όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρω και ευφραίνομαι εις την τούτων θεωρίαν και απόλαυσιν.
O δε Iερεύς, δύνασαι, του είπε, να μοι δώσης κανένα από τα αγαθά ταύτα; O Eυφρόσυνος απεκρίθη, ναι, θέλεις λάβης από αυτά με την χάριν του Θεού μου. Tότε ο Iερεύς τού έδειξε μήλα τινα, και εζήτει να του δώση από αυτά. Λαβών δε μερικά μήλα ο Eυφρόσυνος, έβαλεν αυτά εις το επανωφόρι του Iερέως, ειπών. Iδού κατατρύφησον τα μήλα, τα οποία εζήτησας. Eπειδή δε το σήμαντρον εκτύπησε διά να σηκωθούν οι Πατέρες εις τον Όρθρον, εξύπνισεν ο Iερεύς. Kαι εις καιρόν οπού ενόμιζεν, ότι η οπτασία, οπού έβλεπεν, ήτον όνειρον, απλώσας την χείρα του εις το επανωφόρι του, ω του θαύματος! ευρήκε πραγματικώς τα μήλα. Kαι θαυμάσας διά την παράδοξον αυτών ευωδίαν, έμεινεν ακίνητος εις ώραν πολλήν.
Έπειτα πηγαίνωντας εις την Eκκλησίαν, και βλέπωντας εκεί στεκόμενον τον Eυφρόσυνον, επήρεν αυτόν εις παράμερον τόπον, και τον ώρκιζε διά να του ειπή, πού ήτον εκείνην την νύκτα. O δε Eυφρόσυνος, συγχώρησόν μοι, έλεγε, πάτερ. Eις κανένα μέρος δεν επήγα κατά την νύκτα ταύτην, ειμή τώρα ήλθον εις την ακολουθίαν. Kαι ο Iερεύς, διά τούτο, είπεν, εγώ πρότερον σε έδεσα με όρκους, διά να φανούν εις όλους τα μεγαλεία του Θεού, και εσύ δεν πείθεσαι να φανερώσης την αλήθειαν; Tότε ο ταπεινόφρων Eυφρόσυνος, απεκρίθη. Eκεί, πάτερ, ήμουν, όπου είναι τα αγαθά, οπού μέλλουν να κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεόν, τα οποία και συ προ πολλών χρόνων εζήτεις να ιδής. Eκεί είδες και εμένα απολαμβάνοντα τα του περιβολίου εκείνου αγαθά. Διότι θέλωντας ο Kύριος να πληροφορήση την αγιωσύνην σου περί των ζητουμένων αγαθών των δικαίων, ενήργησε δι' εμού του ευτελούς τοιούτον θαυμάσιον. O δε Iερεύς, και τι μοι, πάτερ Eυφρόσυνε, είπε, τι μοι έδωκας εκ των αγαθών του περιβολίου; O Eυφρόσυνος απεκρίνατο, Tα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία τώρα έβαλες εις την κλίνην σου. Όμως πάτερ συγχώρησον, ότι σκώληξ εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος. Tότε ο Iερεύς εδιηγήθη εις όλους τους αδελφούς την οπτασίαν, οπού είδε. Kαι διά μέσου αυτής επαρακίνησεν όλους εις θαυμασμόν και έκπληξιν, και εις ζήλον του καλού και της αρετής. O δε μακάριος Eυφρόσυνος φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, κρυφίως ανεχώρησεν από το Mοναστήριον. Kαι εμάκρυνε φυγαδεύων, μείνας αγνώριστος παντελώς. Πολλοί δε ασθενείς τρώγοντες εκ των μήλων εκείνων, ιατρεύθησαν από τας ασθενείας των.
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου [Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, 1819]
Λαβράκι σε φύλλο συκής
… Στον αντίποδα του ακόλαστου μάγειρα βρίσκεται η Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση που χρήζει τον Ευφρόσυνο τον Δίκαιο ως προστάτη των μαγείρων. Σύμφωνα με τον Συναξαριστή ο Άγιος Ευφρόσυνος ο Μάγειρας, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 11 Σεπτεμβρίου, ήταν ένας κουζουλός δόκιμος καλόγερος σε μία Μονή …  όπως όλοι, έχω πάντα στην κουζίνα μου μια εικόνα του Ευφρόσυνου του Μάγειρα, αν και δεν έχω σχέση με την Πίστη, γιατί είναι και συμπαθής φυσιογνωμία σύμφωνα με τον εικονογραφικό τύπο που έχει επικρατήσει και έπειτα, μου αρέσει να κάνω νοητούς διαλόγους μαζί του όταν μαγειρεύω και δοκιμάζω το φαγητό. Πολλοί Έλληνες μάγειρες δεν πάνε πουθενά χωρίς το μαχαίρι τους και μια εικονίτσα του Αγίου Ευφρόσυνου.
Σημειώστε ότι εικόνες της Παναγίας δεν μπαίνουν στις κουζίνες επειδή σε αυτόν το χώρο ομιλείται η σκληρή... "γαλλική" και άσχετα με το πόσο πιστεύει κανείς ή όχι είναι απαράδεκτο να βλαστημά μπροστά σε θρησκευτικά σύμβολα, όποια και να είναι αυτά.
Ο Άγιος Ευφρόσυνος όμως αποτελεί μια εξαίρεση. Είναι ένας από μας και δεν παρεξηγεί...
Αθήναιος

Friday, July 16, 2010

Το ανθρωπόφωνο

Μπάντα στη Σαμαρίνα, Δεκαπενταύγουστος / © I.A. Daglis

Κάθε Παρασκευή βράδυ, ο Πέκις έπαιζε το ανθρωπόφωνο. Επρόκειτο για παράξενο όργανο. Το είχε επινοήσει ο ίδιος. Στην ουσία, ήταν ένα είδος οργάνου όπου όμως στη θέση των αυλών υπήρχαν άνθρωποι. Κάθε άτομο άφηνε μία και μοναδική νότα: την προσωπική του. Ο Πέκις χειριζόταν το όλο από ένα πρωτόγονο πληκτρολόγιο: όταν πατούσε ένα πλήκτρο, ένα πολύπλοκο σύστημα σκοινιών προκαλούσε στο δεξί καρπό του αντίστοιχου υμνωδού ένα τράβηγμα: όταν ένιωθε το τράβηγμα, ο υμνωδός έλεγε τη νότα του. Αν ο Πέκις κρατούσε πατημένο το πλήκτρο, το σκοινί συνέχιζε να τραβάει και ο υμνωδός συνέχιζε με τη νότα του. Όταν ο Πέκις άφηνε το πλήκτρο να ανέβει ξανά, το σκοινί χαλάρωνε και ο υμνωδός σιωπούσε. Παιχνιδάκι.

Αλεσσάντρο Μπαρίκκο [Όνειρα από γυαλί, 1991]
Για την Ελένη με ευχές γενέθλιες

Saturday, May 15, 2010

Netherlands

Rotterdam's city center after the bombing of May 1940
Exactly 70 years ago, on May 15, 1940, one day after the Bombing of Rotterdam by the German Luftwaffe, the Dutch forces capitulated and the Netherlands surrendered to the Nazis. This was the start of Nazi occupation of western Europe.

Oranje Boven: Soccer fans in Amsterdam on the day of a game against Scotland, March 2009 / © I.A. Daglis
Orange is the national colour of the Netherlands, because its royal family of Orange-Nassau used to own the principality of Orange in Provence, south France. There is no etymological connection between orange (the fruit and colour) and Orange (the name of the principality), and the similarity is fortuitous. In modern Dutch society however, the Dutch word oranje, 'orange' is often associated with the reigning royal house of the Netherlands. The first "stadtholder" (Governor) of the Dutch Republic was William I of Orange, who joined with Dutch nationalists and led the struggle for independence from Spain. Partly out of respect for him, the first flag adopted by the Dutch was a horizontal tricolour of orange, white, and blue. It became known as the Prinsenvlag ("Prince's flag") and was based on the livery of William of Orange. However, the orange dye was particularly unstable and tended to turn red after a while, so in the mid-17th century, red was made the official colour. Nowadays an orange pennant may be attached to the red, white and blue national flag, especially on the Queen's birthday. Orange is the colour of choice for many of the national sports teams and their supporters. The nickname of the Dutch national football team is Oranje, the Dutch word for orange. Oranjegekte ('Orange Craze') signifies the inclination of many Dutchmen to dress up in orange colours during soccer matches.
National Dutch Flag with orange pennant

Saturday, May 1, 2010

Πρωτομαγιά

Καλή Πρωτομαγιά!

Μέσα απ' τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά
Θ' αναταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά
Και το πλυμένο σώμα πίσω απ' τα λουλούδια θα ενωθεί
Σα ζαλιστούμε απ' των χορών μας το κρασί
Σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνα κι εγώ
Μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό
Όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ' αγαπάω ο φτωχός
Δώσ' μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός

Διονύσης Σαββόπουλος [Πρωτομαγιά, 1983]




Friday, April 23, 2010

για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έσσει αγκάθια


Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
Τζιαί τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην
Ψουμίν νερόν είσσεν πολλύν κάτω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
Τζιαί εν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν πόναν παιδίν να φάε
Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει
Άλλοι είχαν έξι τζαί οκτώ τζ’ επέμπαν του τον έναν
τζ’ ήρτεν γυρίν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
Είσσεν μιαν κόρην μοναχήν τζ’ είθεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζιαί μη θέλοντας του δράκου να την πέψει
Παντές τζ’ η κόρη εν άγιος, Χριστός τζ’ απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τζιαί με την σέλλαν την γρουσήν τζιαί το γρουσόν αππάριν
Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σσαιρετήσει
-Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσσει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έσσει αγκάθια
Άτε ας τη σσαιρετήσουμε σαν σσαιρετούμεν πάντα
-Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζιαί γειά σου
Μουσκούς τζιαί ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου
Τζ’ είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζιαί να σε φάει
-Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω εν φτάννω
Άθθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου
Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζ’ ανεβαίνει
Τζ’ όταν τους είδε τζ’ ήταν τρεις, κρυφές χαρές παθαίνει
-Μπούκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν
Τζιαί ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν
Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζ’ η πόλις ούλλη εσείστην
Τζιαί το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζ’ ετσακκίστην
Βκάλλει που το δισσάκκιν του μεάλον αλυσίδιν
Τζ’ έπκιασεν τζ’ εχαλίνωσεν τζείν΄το μεάλον φίδιν
-Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν
Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
-Πκοιός ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον μου τζ’ ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζιαί την κόρην μου τζιαί να γενεί γαμπρός μου
Τζ’ επολοήθην Άγιος τζιαί λέει τζιαί λαλεί του
-Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησσιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου

Το Τραούδιν τ’ Αη Γιωρκού (Παραδοσιακό Κύπρου)



 

Monday, May 25, 2009

Market Women

Market women in Wajima (Japan), July 1998 / © I.A. Daglis

Lumbering down
in the early morning clatter
from farms
where the earth was hard all winter,
the market women bear
grapes blue as the veins
of fair-skinned women,
cherries dark as blood,
roses strewn like carnage
on makeshift altars
Erica Jong [Fruits and Vegetables, 1971]

Monday, April 6, 2009

Μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο

Καλαμιές στη Στυμφαλία / © I.A. Daglis
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Του νεκρού αδελφού

Sunday, April 5, 2009

Το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι



Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Του νεκρού αδελφού