Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
Τζιαί τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην
Ψουμίν νερόν είσσεν πολλύν κάτω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
Τζιαί εν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν πόναν παιδίν να φάε
Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει
Άλλοι είχαν έξι τζαί οκτώ τζ’ επέμπαν του τον έναν
τζ’ ήρτεν γυρίν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
Είσσεν μιαν κόρην μοναχήν τζ’ είθεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζιαί μη θέλοντας του δράκου να την πέψει
Παντές τζ’ η κόρη εν άγιος, Χριστός τζ’ απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τζιαί με την σέλλαν την γρουσήν τζιαί το γρουσόν αππάριν
Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σσαιρετήσει
-Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσσει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έσσει αγκάθια
Άτε ας τη σσαιρετήσουμε σαν σσαιρετούμεν πάντα
-Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζιαί γειά σου
Μουσκούς τζιαί ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου
Τζ’ είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζιαί να σε φάει
-Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω εν φτάννω
Άθθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου
Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζ’ ανεβαίνει
Τζ’ όταν τους είδε τζ’ ήταν τρεις, κρυφές χαρές παθαίνει
-Μπούκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν
Τζιαί ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν
Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζ’ η πόλις ούλλη εσείστην
Τζιαί το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζ’ ετσακκίστην
Βκάλλει που το δισσάκκιν του μεάλον αλυσίδιν
Τζ’ έπκιασεν τζ’ εχαλίνωσεν τζείν΄το μεάλον φίδιν
-Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν
Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
-Πκοιός ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον μου τζ’ ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζιαί την κόρην μου τζιαί να γενεί γαμπρός μου
Τζ’ επολοήθην Άγιος τζιαί λέει τζιαί λαλεί του
-Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησσιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Το Τραούδιν τ’ Αη Γιωρκού (Παραδοσιακό Κύπρου)
No comments:
Post a Comment