Θεόφιλος - Ο ήρως Αθανάσιος Διάκος
Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.
Φώτης Κόντογλου [Στολή αφθαρσίας, 1953]
Πατρίς, ... να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα ...
Γιάννης Μακρυγιάννης [Απομνημονεύματα]
Απρίλιος 1821: Η Στερεά και η Πελοπόννησος βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό. Ο Χουρσίτ, Πασάς της Πελοποννήσου, βρίσκεται στην Ήπειρο επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που δείχνει τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διατάσσει τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Στις 17 Απριλίου οι δύο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Οι οπλαρχηγοί της περιοχής συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν να υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά. Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται.
Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 10 άνδρες (κατ' άλλους 18) μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατά το πιστόλι. Οι Τούρκοι ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης γράφεται την επόμενη ημέρα. Στις 24 Απριλίου, ο Αθανάσιος Διάκος, με ανοιχτές και αιμάσουσες τις πληγές του, μεταφέρεται στη Λαμία. Οι Οθωμανοί του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Διάκος υπερήφανα αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ' να πεθάνω» φέρεται να τους απάντησε. Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του. Επέμενε, όμως, ο Χαλήλμπεης, σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Ομέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε (σουβλίστηκε) την ίδια μέρα.
Η μάχη της Αλαμάνας διασώθηκε στη λαϊκή παράδοση:
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα
τονα τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
ουτ΄ ο Καλύβας έρχεται ουτ΄ο Λεβεντογιάννης
Ομερ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες"
Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
"Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,
"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε".
Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,
χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
"Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;"
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
"Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας".
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης αφρίζει και φωνάζει:
-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
"Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι."
No comments:
Post a Comment